64 χρόνια από τη θυσία του Ευαγόρα Παλληκαρίδη

Ο αγώνας του θανάτου. Πως ο Κορεάτης Ντουκ Κο Κιμ έχασε τον αγώνα με τον Ματσίνι, αλλά και τον αγώνα της ίδιας του της ζωής. Ο χορός των αυτοκτονιών μετά τον θάνατό του!

Το σκηνικό είχε στηθεί στο Λας Βέγκλας. Από τη μία μεριά του ριγκ ο Ρέϊ Μπουμ Μπουμ Μαντσίνι. Με εμπειρίες  και φιλοδοξίες για νίκη. Απέναντί του ένας 23χρονος Νοτιοκορεάτης, ο Ντουκ Κο Κιμ.
Πρώτη φορά αγωνιζόταν σε τόσο υψηλό επίπεδο. Ο τίτλος του καλύτερου μποξέρ της Απω Ανατολής είχε φουντώσει τα όνειρα του… φτωχόπαιδου που έμεινε ορφανό στα δύο του, είδε μητέρα του να παντρεύεται τρεις φορές και έκανε δουλειές του ποδαριού για να ζήσει μέχρι να βρει ένα κάποιο εισόδημα στην επαγγελματική πυγμαχία.
Το ματς δεν είχε ξεκινήσει καλά για τον Ντουκ. Πηγαίνοντας στο Λας Βέγκας έκανε δίαιτα να χάσει κιλά για να μπορέσει να πυγμαχήσει στα ελαφρά βάρη. Το άγχος του ήταν τόσο μεγάλο που έγραψε στο πορτατίφ του δωματίου του στο ξενοδοχείο: «live or die”. Κάτω από το πορτατίφ ένα φέρετρο σε μινιατούρα! Μακάβριο. Ποιος να τόλεγε ότι θα ήταν προφητικό.
Στις 13 Νοεμβρίου 1982 στο «Σίζαρ Παλάς» η μάχη άρχιζε, αλλά ο αγώνας ήταν άνισος. Τα χτυπήματα του Μαντσίνι έβρισκαν στόχο. Κάποια στιγμή ο Ντουκ παραπατάει. Ο διαιτητής Ρίτσαρντ Γκριν άφησε τον αγώνα να συνεχιστεί. Χρειάστηκε να φθάσουμε στον 14ο γύρο για να διακοπεί το ματς με τεχνικό νοκ άουτ. Ο Ντουκ μόλις που στέκεται στα πόδια του. Λίγο μετά το τέλος του ματς καταρρέει. Πέφτει σε κώμα. Του γίνεται εγχείρηση στον εγκέφαλο. Ζει με μηχανική υποστήριξη λίγες μόνο μέρες. Στις 18 σβήνει στα 23 χρόνια του!
Οι άλλοι θάνατοι
Ο θάνατος του Ντουκ έφερε αλυσιδωτές αντιδράσεις. Άρχισε μια μεγάλη συζήτηση για τη προστασία των αθλητών επάνω στο ριγκ. Οι γύροι έγιναν λιγότεροι και οι ιατρικές εξετάσεις περισσότερες.
Ο Μαντσίνι βασανίστηκε για καιρό από τα τύψεις.
Η μητέρα του του Ντουκ τρεις μήνες μετά τον θάνατο του γιού της αυτοκτόνησε παίρνοντας φυτοφάρμακα.
Ο διαιτητής του αγώνα Ρίτσαρντ Γκριναυτοκτόνησε από τύψεις, επειδή δεν διέκοψε νωρίτερα τον αγώνα, την 1η Ιουλίου 1983.

Σχόλια