Του Παναγιώτη Τσόγκα
Λένε πως τον έβλεπαν να κατεβαίνει τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας! Να περνά πλάι από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, να υψώνει το βλέμμα του στις εξέδρες και να μειδιά, σαν να ακούει το πλήθος να ζητωκραυγάζει: «Πιερράκος, Πιερράκος...», «Πα-να-θη-να-ϊ-κός».
Συνέχισε το δρόμο του, σφυρίζοντας ένα σκοπό που δέκα χρόνια πριν, είχε γίνει τραγούδι στα χείλη όλων των φιλάθλων του Παναθηναϊκού. «Βάλαμε οκτώ στον Ολυμπιακό και τέσσερα στον Άρη, γεια σου Άγγελε Μεσσάρη», ήταν το τραγουδάκι που έβγαινε από τα χείλη του Πιερράκου και αναφερόταν στη νίκη του «τριφυλλιού» επί του Ολυμπιακού με σκορ 8-2, την 1η Ιουνίου 1930, στην οποία πέτυχε δύο απο τα οκτώ γκολ.
Κάποιοι τον αναγνώρισαν και του φώναξαν: «Γεια σου παικταρά Μπρακ». Αυτό ήταν το παρατσούκλι του. Μπρακ. Το ημερολόγιο έγραφε 28 Οκτωβρίου 1940 και πλήθος κόσμου ήταν στους δρόμους, με τους άντρες να πηγαίνουν στα στρατολογικά γραφεία της πρωτεύουσας, για να παρουσιαστούν με προορισμό το μέτωπο. Εκεί πήγαινε και ο Πιερράκος. Θα μπορούσε να αποφύγει τη «φωτιά». Ποδοσφαιριστής ήταν, από την ομάδα γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα, αλλά εκείνος δεν δίστασε ούτε μια στιγμή. Ήθελε να βρεθεί στην πρώτη γραμμή. Όπως στο γήπεδο. Στην... επίθεση. Αυτός ήταν ο Μίμης Πιερράκος. Στο μυαλό του είχε τρία πράγματα. Τη μπάλα, τον Παναθηναϊκό, την πατρίδα.
Υπηρέτησε στο μέτωπο ως ασυρματιστής. Στις 18 Νοεμβρίου 1940 μάλιστα αιχμαλώτισε έναν Ιταλό αεροπόρο, που καταρρίφθηκε το αεροπλάνο του, κοντά στο χωριό Διποταμιά, στο δρόμο για το Πόγραδετς. Λίγες ώρες αργότερα κάθισε να γράψει γράμμα στους δικούς του. Οι βόμβες έσκαγαν δίπλα του. Εκείνος συνέχισε να γράφει. Κι εκεί τον βρήκε ο χάρος.
Στο τελευταίο του γράμμα ανέφερε:
18-11-1940
«Αγαπητέ μου αδελφέ Στέφανε,
Σας έστειλα πέντε γράμματα. Δόξα τω Θεώ είμαι καλά.
Στο προηγούμενο γράμμα μου σας έστειλα τη σύστασίς μου, η οποία σήμερα άλλαξε, μην ανησυχείτε όμως διότι και με την παληά θα το λάβω.
Τώρα η σύστασίς μου είναι: Σ’ Σύνταγμα Βαρέως Πυροβολικού , 2α Μοίρα διοικήσεως Τ.Τ 212
Μη ξεχάσεις Στέφανε να μου στείλεις ένα πουλόβερ, μερικά ξυραφάκια, τσιγάρα και λίγο χαρτζιλίκι για κανένα καφεδάκι όταν μπαίνουμε σε κανένα χωριό και για κονιάκ.
Σήμερα, όπως και κάθε μέρα μας επισκέφθηκαν εχθρικά αεροπλάνα . Έγινε αερομαχία. Τους ρίξαμε τρία. Το ένα από αντιαεροπορικό πυροβολικό.
Από το ένα αεροπλάνο γλύτωσαν τρεις με αλεξίπτωτο. Τον έναν εξ αυτών τον έπιασα εγώ. Είχε πέσει 5 χιλιόμετρα μακρυά μας. Αν έβλεπε το τρέξιμό μου ο Σίμισεκ σίγουρα θα με έβαζε στην εθνική για τα 5.000μ. Τον έφερα στο Διοικητή. Επήρα το αλεξίπτωτο το οποίο είχε σχισθή από ένα δένδρο και το μοιράσαμε στους άνδρες για μαντηλάκια. Έχω φυλάξει για τη Μαρία. Έπειτα από τα σχετικά συγχαρητήρια κάθησα να σας γράψω με ένα φόβο μήπως αυτά που γράφω δεν εγκριθούν και δεν λάβετε το γράμμα μου, γι’ αυτό περιορίζομαι και δεν σας γράφω νέα του Μετώπου παρά μόνο πως πάμε Υπερ-Υπέροχα.
Αν δεν είχα έλλειψι νέων σας θα νόμιζα πως βρίσκομαι σε εξοχή. Αυτό όμως με κάνει να ανησυχώ και να περιμένω με αγωνία γράμμα σας που να μου λες πως η Μαμά, η Μαρία κι ο Γιάννης είναι τελείως καλά,
Φίλησέ μου τη Μαμά και τη Μαρία, πολλές φορές καθώς και τον Γιάννη, κι εγώ φιλώ εσένα, αδελφές μου Στέφανε.
ΜΙΜΗΣ
Μαμακούλα μου γειά σου. Είμαι πολύ – πολύ καλά, να είσαι ήσυχη, πες το και της Μαρίας και δέξου ακόμα ένα φιλί.
ΜΙΜΗΣ
Μαρία μου σε φιλώ και σε παρακαλώ να είσθε τελείως ήσυχοι. Γράψε στη Νίκη, αν σου είνε εύκολο, όχι όμως καλλιγραφικά.
ΜΙΜΗΣ».
Το 1950 αντιπροσωπεία του Παναθηναϊκού ταξίδεψε στην Αλβανία, έψαξε και βρήκε το σημείο ταφής του Μίμη Πιερράκου. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και στις 19 Νοεμβρίου 1950, η σημαία του αγαπημένου του Παναθηναϊκού τύλιξε το φέρετρό του στο Κοιμητήριο Ζωγράφου.
Ο Μίμης Πιερράκος ήταν ένας από τους δεκάδες ποδοσφαιριστές εκείνης της περιόδου που έδωσε το αίμα του για την πατρίδα στο αλβανικό μέτωπο. Δεκάδες ακόμη «έπεσαν» την περίοδο της Εθνικής Αντίστασης του ελληνικού λαού.
Και ο αθλητισμός πλήρωσε το δικό του φόρο αίματος! Τιμή και δόξα!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου