Η νύχτα εκείνο το καλοκαίρι του 1932 στην Αθήνα ήταν ζεστή. Κόντευε να ξημερώσει. Τη σιωπή της τη διέκοπτε το γλέντι στη συνοικιακή ταβέρνα: – Καημένε Αθανασόπουλε, τι σου΄μελλε να πάθεις…
Τη βραχνή φωνή του ρεμπέτη έσβησαν οι ήχοι από τα ποτήρια που έκαναν «εις υγεία» και τα πηρούνια που χτυπούσαν στα πιάτα αναζητώντας τις τελευταίες μπουκιές του μεζέ. Το βήμα του καλοντυμένου μεσόκοπου κυρίου έγινε πιο αργό. Προσπάθησε να χαμογελάσει. Δεν τα κατάφερε. Πήρε και πάλι το σοβαρό του ύφος και συνέχισε να προχωρά. Ξαφνικά, ο βηματισμός του έγινε ανάλαφρος. Έμοιαζε με βήματα ξιφομάχου… Το μυαλό του γύρισε ένα χρόνο πίσω. Είχε συναντήσει τον ήρωα του τραγουδιού. Τον Αθανασόπουλο. Ήταν μια επαγγελματική συνάντηση. Λίγο μετά τη γιορτή των Φώτων του 1931. Θυμήθηκε την έκθεση που είχε συντάξει μετά τη… συνάντηση: «Έγκλημα ιδιαζόντως ειδεχθές. Υπογραφή Ιωάννης Γεωργιάδης.
Ο «καημένος» ο Αθανασόπουλος είχε δολοφονηθεί από τη γυναίκα του και την πεθερά του. Ήταν μια δολοφονία που είχε σοκάρει την αθώα Αθήνα της «Μπελ Επόκ»! Ο Αθανασόπουλος επέστρεφε σπίτι του, στου Χαροκόπου στη Καλλιθέα, από το γήπεδο του Παναθηναϊκού. Είχε δει την ομάδα του να κερδίζει με 5-2 την ΑΕΚ κι είχε κάθε λόγο να είναι χαρούμενος… Το μυαλό του όμως γύρισε ακόμα πιο πίσω. Την Τετάρτη 28 Μαρτίου 1896 στο Ζάππειο. Στο αίθριο όπου είχε διαμορφωθεί σε «αίθουσα ξιφασκίας» των Ολυμπιακών Αγώνων. Ήταν εκεί ο Βασιλιάς Γεώργιος, ο διάδοχος Κωνταντίνος και ο πρίγκιπας Γεώργιος. Ήταν εκεί κι η αριστοκρατία του στρατού. Η ξιφασκία είχε μπει ως μάθημα στη Σχολή Ευελπίδων. Οι στρατιωτικοί δεν συζητούσαν ότι το μετάλλιο θα ήταν δικό τους. Σε μια γωνιά ο Όθωνας Ηλιόπουλος, ο ιδιοκτήτης της σχολής όπου μάθαινε ξιφασκία ο ίδιος ο Γεωργιάδης προσπαθούσε να τον εμψυχώσει. Τα ονόματα των αντιπάλων του τα θυμόταν ακόμη. Όπως και τα χτυπήματα.
Γεώργιος Ιατρίδης με 3-0
Αντολφ Σμαλ, από την Αυστρία με 3-2
Τηλέμαχο Καράκαλο, ανθυπολοχαγό του Πυροβολικού, βασικότερο αντίπαλό του, με 3-2
Χόλγκερ Νίλσεν, από τη Δανία με 3-2
Το μυαλό του πήγε στο θρίαμβο. Στο χειροκρότημα του κόσμου, στα συγχαρητήρια του βασιλιά και τη χαρά του δασκάλου του. Όλοι τον αγκάλιαζαν και τον φιλούσαν. Μόνο ο Αυστριακός αντίπαλός του είχε παράπονο: «Ήρθε ο Βασιλιάς σας και διέκοψαν τον αγώνα, έχασα την αυτοσυγκέντρωσή μου και με έβαλαν να παίξω από την αρχή. Έπαιξα νευρικά κι έχασα!» Ίσως και νάχε δίκιο. Την ώρα της διακοπής κέρδιζε ο Αυστριακός, αλλά πάντα οι αγώνες διακόπτονταν με την εμφάνιση του βασιλιά κι άρχιζαν από την αρχή. Άλλωστε οι Έλληνες ήταν ακόμα πολύ αθώοι για να μεταχειρίζονται τέτοια κόλπα για να φθάσουν στη νίκη. Έπειτα το μυαλό του έκανε άλμα τεσσάρων χρόνων. Στο Παρίσι. Το 1900. Τότε που έκανε μεταπτυχιακό στην ιατρική και τότε που έγιναν οι 2οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Ένοιωσε υποχρέωση, όχι να υπερασπίσει τον τίτλο του, αλλά να εκπροσωπήσει την Ελλάδα. Νέα αγωνία. Πιο επικίνδυνος αντίπαλός του ήταν ο Γάλλος Ζορζ λα Φαλές. Στρατιωτικός κι αυτός. Λοχαγός. Το νίκησε με 3-1, καθαρά, αλλά οι Γάλλοι κριτές θεώρησαν ότι τα χτυπήματά του ήταν βίαια. Και τον μηδένισαν. Θυμάται όταν πήγε να χαιρετήσει ιπποτικά τον αντίπαλό του που από χαμένος έγινε νικητής. Θυμάται εκείνο το βλέμμα. Το κατεβασμένο κεφάλι. Όχι δεν ήταν συστολή. Ήταν τύψεις… Νέο άλμα. Επιστροφή στην Αθήνα. Γιατρός πια. Μεσολυμπιάδα 1906. Ένα ακόμα χρυσό στη σπάθη κι ένα αργυρό στο ομαδικό της σπάθης. Οι αναμνήσεις πήραν τέλος. Πέρασε το κατώφλι του σπιτιού του. Τα διπλώματα στους τοίχους έδειχναν ένα άνθρωπο που δεν είχε χρόνο να αφιερώσει στον αθλητισμό που αγαπούσε. Αλλωστε τα γεγονότα εξελίχτηκαν ραγδαία. Το 1902 επέστρεψε από το Παρίσι με την ειδικότητα του χειρούργου γυναικολόγου και τη κλινική ιατρική. Οργάνωσε το χειρουργικό τμήμα του Δημοτικού Βρεφοκομείου κι έφυγε πάλι για τη Γαλλία. Προορισμός η Λιόν. Εκεί σπούδασε ιατροδικαστική. Τοξικολογία και Εγκληματική Ανθρωπολογία.
Η ξιφασκία δεν χωρούσε πια στη ζωή του. Το 1907 έγινε επιμελητής, το 1912 τακτικός καθηγητής και διευθυντής του εργαστηρίου της έδρας της Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας στην Ιατρική Σχολή. Πρωτοπόρος όπως και στη ξιφασκία. Οργάνωσε το τμήμα Ταυτότητας και Ανθρωπομετρικής της Αστυνομίας, το τμήμα Δικαστικής Ταυτότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης και το Εγκληματολογικό Μουσείο. Στον λιγοστό ελεύθερο χρόνο του έγραφε ακατάπαυστα. Όνειρό του να γράψει το βιβλίο με τις αναμνήσεις από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896. Οι πραγματείες για τις ακτίνες Ρέντιγκεν στη θεραπεία του καρκίνου και τα αρνητικά αποτελέσματα της εφαρμογής τους, αλλά και οι μελέτες για την αναγνώριση της ταυτότητας των πτωμάτων από τους μορφολογικούς τους χαρακτήρες προηγήθηκαν και επικράτησαν των αναμνήσεων!
O Γιάννης Γεωργιάδης σε αριθμούς
Γεννήθηκε: 29 Μαρτίου 1874 στην Τρίπολη Πέθανε: 17 Μαΐου 1960 στην Αθήνα Αγώνισμα: Ξιφασκία Σύλλογος: Γυμναστική Εταιρεία Πατρών/Αθηναϊκή Λέσχη Συμμετοχές σε Ολυμπιακούς Αγώνες 1896 (Αθήνα): 1ος στη σπάθη 1900 (Παρίσι): Αποκλείστηκε στα προκριματικά της σπάθης. Μηδενίστηκε στον αγώνα του με τον Γάλλο Ζορζ λα Φαλές 1906 (Αθήνα-Μεσολυμπιάδα): 1ος στη σπάθη, 2ος στο ομαδικό της σπάθης, 4ος στο ομαδικό του ξίφους μονομαχίας, αποκλείστηκε στο ξίφος μονομαχίας 1924 (Παρίσι): Αποκλείστηκε στα προκριματικά της σπάθης και στο ομαδικό της σπάθης.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου