Ο (Δυτικο)-Γερμανός δεξιός ακραίος επιθετικός και αργότερα επιθετικός μέσος, Πιερ Λιτμπάρσκι (Pierre Michael Littbarski) γεννήθηκε στις 16 Απριλίου του 1960, στο (τότε Δυτικό) Βερολίνο. Ο αριθμός των τίτλων που κατέκτησε σε συλλογικό επίπεδο, ήταν αντιστρόφως ανάλογος της μεγάλης του αξίας, όμως παρηγορήθηκε από το γεγονός ότι στέφθηκε Παγκόσμιος Πρωταθλητής με τη Δυτική Γερμανία το 1990, ενώ ήταν επίσης φιναλίστ δύο φορές, το 1982 και το 1986. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ποδοσφαιρικής του καριέρας με την Κολωνία, κατακτώντας το Κύπελλο Γερμανίας το 1983, ενώ ήταν και άλλες τρεις φορές επιλαχών στην γερμανική Μπουντεσλίγκα, το 1982, το 1989 και το 1990. Έχει παίξει επίσης για τη Ρασίγκ Παρί στην γαλλική Ligue 1, καθώς και για ιαπωνικούς συλλόγους.
Στην καριέρα του, χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως ακραίος επιθετικός προτού χρησιμοποιηθεί ως μεσοεπιθετικός. Ο «Λίτι», όπως ήταν το παρατσούκλι από τους Γερμανούς οπαδούς, ήταν ευρέως γνωστός για την εξαιρετική ικανότητά του ντρίμπλα του, για την ταχύτητά του με τη μπάλα στα πόδια και για την ανέμελη στάση που είχε στο παιχνίδι του, κάτι που τον έκανε από τους πιο αγαπημένους των οπαδών στη γερμανική Μπουντεσλίγκα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980. Το 1985, ένα γκολ του εναντίον της Βέρντερ Βρέμης, εξελέγη «Γκολ της Χρονιάς».
Στην ηλικία των 18 ετών, το 1978, εντάχθηκε στην Κολωνία, έχοντας προηγουμένως παίξει στη Vfl Σένενμπεργκ και την FC Χέρτα 03 του Ζέλεντορφ. Ο πρώτος του αγώνας στην γερμανική Μπουντεσλίγκα, ήταν στις 26 Αυγούστου του 1978, εναντίον της Καϊζερσλάουτερν εκτός έδρας. Πολύ γρήγορα καθιερώθηκε στο βασικό σχήμα των «τράγων», στους οποίους έμεινε ως το 1986. Σ’ αυτό το διάστημα χρησιμοποιήθηκε σε 238 αναμετρήσεις, πέτυχε 39 γκολ και κέρδισε το Κύπελλο Δυτικής Γερμανίας του 1983, τη φήμη, αλλά και την κλήση του στο δυτικογερμανικό αντιπροσωπευτικό συγκρότημα.
Επόμενος «σταθμός» του ήταν η παρισινή Ρασίγκ, στο ρόστερ της οποίας ανήκε για μια σεζόν, παίρνοντας αρκετό χρόνο συμμετοχής, παίζοντας σε 34 ματς με 4 τέρματα, επιστρέφοντας στην Κολωνία και αγωνιζόμενος για άλλες 6 σεζόν, με επιτυχία, έχοντας 172 παρουσίες και 27 γκολ. Συνολικά, σκόραρε 116 γκολ για τους «τράγους» σε 406 αγώνες της Μπουντεσλίγκα. Σημαντικά γκολ του για τον σύλλογο ήταν αυτό που σημείωσε εναντίον της Φορτούνα Κολωνίας στον τελικό του γερμανικού Κυπέλλου του 1983, ενώ το 1985, ένα γκολ του εναντίον της Βέρντερ Βρέμης, εξελέγη «Γκολ της Χρονιάς».
Στη συνέχεια, αγωνίστηκε για 2 περιόδους στην ιαπωνική J-League, για την Τζεφ Γιουνάιτεντ της Ιτσιχάρα, συμμετέχοντας σε 63 παιχνίδια, σημειώνοντας παράλληλα 10 τέρματα και έπειτα μεταγράφηκε στην επίσης ιαπωνική Μπρούμελ Σεντάι. Κρέμασε τα παπούτσια του ως παίκτης της τελευταίας, το 1997.
Ήταν μέλος της ομάδας που ήταν φιναλίστ στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Νέων (Under-21) του 1982, όταν ηττήθηκε από την Αγγλία 4-5 μετά από διπλό τελικό, γνωρίζοντας την ήττα 1-3 εκτός και νικώντας 3-2 εντός, σημειώνοντας χατ-τρικ εναντίον των Άγγλων στη Γερμανία. Κέρδισε την πρώτη διεθνή συμμετοχή του για τη Δυτική Γερμανία στις 14 Οκτωβρίου του 1981, σε προκριματικό αγώνα για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1982, εναντίον της Αυστρίας, σημειώνοντας 2 γκολ σ’ αυτό το παιχνίδι. Χρίσθηκε 73 φορές διεθνής με τη Δυτική Γερμανία και πέτυχε 18 γκολ. Πήρε μέρος σε 2 Ευρωπαϊκά Πρωταθλήματα, το 1984 στη Γαλλία και το 1988, στη πατρίδα του, όπου έφτασε μέχρι τα ημιτελικά, καθώς επίσης και σε τρία Παγκόσμια Κύπελλα. Ήταν φιναλίστ το 1982 στην Ισπανία και το 1986 στο Μέξικο και στέφθηκε Παγκόσμιος Πρωταθλητής το 1990 στην Ιταλία, όντας βασικός στους τελικούς της πρώτης και της τρίτης διοργάνωσης.
Σήμερα απασχολείται ως προπονητής, έχοντας στο παρελθόν καθίσει στον πάγκο των Γιοκοχάμα FC, στην Ιαπωνία, Ντούισμπουργκ, Σύδνεϋ FC στην Αυστραλία, Αβίσπα Φουκουόκα στην Ιαπωνίας, Σαϊπά στο Ιράν, Βαντούζ στο Λιχτενστάιν και Βόλφσμπουργκ, διατελώντας βοηθός προπονητή της, όπως και της Λεβερκούζεν.
Με την πρώτη σύζυγό του, έλυσε τον γάμο του το 1994, έχοντας αποκτήσει 2 κόρες, ενώ με την δεύτερη (Ιαπωνίδα στην καταγωγή) έχει αποκτήσει 2 γιους και ζουν στο Βόλφσμπουργκ.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου