Ο πατέρας του τον έπαιρνε συχνά στο γήπεδο ενώ πολλές φορές ο μικρός «Ρόμπι» πήγαινε μόνος του σε διάφορες αλάνες και έπαιζε με τους φίλους του. Όταν μάλιστα ο πατέρας του πήγαινε να τον πάρει για να πάνε σπίτι, ο «Ρόμπι» έτρεχε και κρυβόταν γιατί δεν ήθελε με τίποτα να αποχωριστεί την μπάλα, όχι όμως για πολύ γιατί ο Φλορίνο ήταν εξαίρετος ποδηλάτης και κάθε φορά τον προλάβαινε...
Όπως ήταν φυσιολογικό, ο Μπάτζιο ξεκίνησε την μεγάλη του καριέρα στην ομάδα του Καλντόνο, όταν ήταν μόλις εννέα ετών. Από την πρώτη μέρα ξεχώρισε και μέσα σε λίγα χρόνια κατέφθασαν στο Καλντόνο πολλοί σκάουτερ για να τον δουν. Έτσι το 1982 ο «Ρόμπι» μετεγράφη στην Βιτσέντζα που τότε συμμετείχε στην Τρίτη κατηγορία της Ιταλίας. Εκείνη την χρονιά αγωνίστηκε σε δύο παιχνίδια χωρίς να σκοράρει. Το πρώτο του γκολ όμως το πέτυχε μετά από ένα χρόνο όταν και αγωνίστηκε σε έξι αγώνες πρωταθλήματος.
Η σεζόν 1984-85 ήταν η πρώτη πολύ καλή χρονιά για τον Μπάτζιο αφού αγωνίστηκε σε 29 αγώνες και σημείωσε 12 τέρματα, βοηθώντας τα μέγιστα ώστε η Βιτσέντζα να ανέβει στην δεύτερη κατηγορία της Ιταλίας. Εκείνη την χρονιά ο «μικρός Βούδας» πραγματοποίησε την πρώτη του μεταγραφή και όντας 18 ετών πουλήθηκε από την Βιτσέντζα στην Φιορεντίνα, που έπαιζε στην Α' εθνική κατηγορία.
Στην ομάδα της Φλωρεντίας έπαιζε αρχικά λίγα παιχνίδια, λόγω του νεαρού της ηλικίας του, αλλά τη σεζόν 1987-88 καθιερώθηκε ως βασικός. Εκείνη η χρονιά όμως έμεινε γνωστή για την θρησκευτική μεταστροφή του Μπάτζιο στον Βουδισμό, από όπου πήρε και το παρατσούκλι του. Η πολύ καλή του απόδοση συνδυάστηκε και με την πρώτη του εμφάνιση στην εθνική ομάδα, τον Νοέμβριο του 1988 εναντίον της Ολλανδίας. Μετά από λίγους μήνες παντρεύτηκε την επί πολλά χρόνια κοπέλα του Αντρέινα και την επόμενη σεζόν «έβγαλε μάτια» με την Φιορεντίνα την οποία οδήγησε στον τελικό του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ, όπου η μεγάλη Γιουβέντους πήρε τελικά το τρόπαιο.
Μετά από εκείνον τον τελικό, η «Μεγάλη Κυρία» αγόρασε τον Μπάτζιο από την Φιορεντίνα για το ποσό ρεκόρ - για εκείνη την εποχή - των 17 εκατ. δολαρίων. Η μεταγραφή αυτή εξαγρίωσε τους οπαδούς της Φιορεντίνα που επί δύο ημέρες μετά την ανακοίνωση διαδήλωναν εναντίον της διοίκησης που «ξεπούλησε τον μικρό τους βούδα».
Σε πέντε σεζόν με την φανέλα της Γιουβέντους σημείωσε 78 τέρματα σε 141 αγώνες και κατέκτησε τον πρώτο του μεγάλο τίτλο αυτόν του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ, το 1993. Την ίδια χρόνια, κέρδισε την χρυσή μπάλα με τον τίτλο του καλύτερου Ευρωπαίου ποδοσφαιριστή, που ήταν και ο τελευταίος Ιταλός που βραβεύθηκε με αυτό το έπαθλο. Επίσης την ίδια χρονιά επελέχθη και από την ΦΙΦΑ ως ο καλύτερος ποδοσφαιριστής του πλανήτη. Το 1995 οδήγησε την Γιούβε στο νταμπλ και το καλοκαίρι του ίδιου έτους πήρε μεταγραφή για την μεγάλη Μίλαν.
Με τους «ροσονέρι» κατέκτησε το σκουντέτο αλλά ο ερχομός του Αρίγκο Σάκι στον πάγκο της Μίλαν έφερε και τον παραγκωνισμό του Μπάτζιο από την βασική εντεκάδα. Έτσι το 1997 μεταγράφηκε στην Μπολόνια όπου πραγματικά έκανε «όργια». Σε 16 αγώνες σημείωσε 22 τέρματα και αναδείχτηκε για άλλη μια φορά πρώτος σκόρερ στη Σέριε Α.
Τη σεζόν 1998-99 η Ίντερ απέκτησε τον ποδοσφαιριστή αλλά η πολύ κακή της χρονιά παρέσυρε και τον ίδιο τον Μπάτζιο, που σαν να μην έφθανε η μόνιμη παρουσία του στον πάγκο, τραυματίστηκε κιόλας σοβαρά μένοντας για περίπου τρεις μήνες εκτός γηπέδων. Την επόμενη χρονιά όλα έδειχναν ότι ο «Ρόμπι» θα επανέλθει δυναμικά, αλλά η παρουσία του Μαρσέλο Λίπι στον πάγκο της Ίντερ έφερε ξανά τον Μπάτζιο στο περιθώριο. Στο τέλος της χρονιάς αποφάσισε να κάνει μια νέα αρχή και μεταγράφηκε στην Μπρέσια με σκοπό να αναγεννηθεί και τα κατάφερε. Σε 25 αγώνες πέτυχε 10 γκολ και η ομάδα του τερμάτισε 7η για πρώτη φορά στην ιστορία της.
Η «Σκουάντρα Ατζούρα» είναι το μεγαλύτερο κεφάλαιο της καριέρας του Ρομπέρτο Μπάτζιο, με την φανέλα της οποίας αγωνίστηκε σε 55 αγώνες (3.985 λεπτά) σημειώνοντας 29 γκολ, κάτι που τον κατατάσσει τρίτο σκόρερ στην ιστορία της εθνικής Ιταλίας.
Η ιστορία του με την εθνική ξεκινάει το 1990 όταν ο ομοσπονδιακός προπονητής, Αζέλιο Βιτσίνι, τον βάζει στην επίθεση μαζί με τον Τότο Σκιλάτσι. Το δίδυμο Μπάτζιο-Σκιλάτσι κάνει πράγματα και θαύματα και οδηγεί την ομάδα στον ημιτελικό της διοργάνωσης εναντίον της Αργεντινής. Όμως το πρωινό του αγώνα ο Βιτσίνι ενημερώνει τον Μπάτζιο ότι δεν ξεκινάει τον αγώνα, επειδή τον έβλεπε κουρασμένο! «Ήμουν 23 ετών, έτοιμος να φάω το γήπεδο και αυτός μου είπε ότι ήμουν κουρασμένος, έπαθα σοκ» έλεγε τότε ο διεθνής άσος που τελικά μπήκε αλλαγή αλλά δεν κατάφερε να αλλάξει τη μορφή του αγώνα και η Αργεντινή προκρίθηκε στον τελικό.
Τέσσερα χρόνια μετά, στο Παγκόσμιο Κύπελλο των ΗΠΑ, ήταν η μεγάλη στιγμή αλλά συγχρόνως και η πιο τραγική για τον «μικρό βούδα». Με συνεχόμενα σημαντικά γκολ ο Μπάτζιο οδήγησε εκ του ασφαλούς την Ιταλία στον τελικό της διοργάνωσης κόντρα στην Βραζιλία και αναδείχθηκε ηγέτης της Σκουάντρα Ατζούρα. Οι Ιταλοί οπαδοί έπιναν νερό στο όνομά του, όμως ο «Ρόμπι» τραυματίστηκε στον ημιτελικό εναντίον της Βουλγαρίας, στον οποίο είχε πετύχει και τα δύο τέρματα της ομάδας του.
Στον τελικό αγωνίστηκε τραυματισμένος με κίνδυνο υποτροπής και δεν μπόρεσε να πετύχει κάποιο γκολ ώστε να ολοκληρώσει το εκπληκτικό σερί του. Το ματς πήγε στην διαδικασία των πέναλτι και εκεί ήταν η χειρότερη στιγμή της καριέρας του Ρομπέρτο Μπάτζιο. Με το σκορ να είναι 3-2 υπέρ της Βραζιλίας έπρεπε να σκοράρει στο πέμπτο πέναλτυ της ομάδας του για να της δώσει ελπίδες για κατάκτηση του τροπαίου. Έτσι πήρε φόρα, σούταρε και... έστειλε την μπάλα πολύ ψηλά άουτ, στους οπαδούς της Βραζιλίας! Απογοητευμένος ο Μπάτζιο έκλαιγε για πολύ ώρα, ενώ χρειάστηκε και οι παίκτες της Βραζιλίας να τον παρηγορήσουν ώστε να μπορέσει να συνέλθει...
Το 1998 λοιπόν, στο Μουντιάλ της Γαλλίας, ο τότε ομοσπονδιακός τεχνικός, Τσέζαρε Μαλντίνι πήρε τον Μπάτζιο στην αποστολή αν και αρχικά δεν ήθελε. Τον έπεισαν όμως οι οπαδοί της Ιταλίας που σχεδόν ομόφωνα απαιτούσαν την ένταξη του «Ρόμπι» στην εθνική ομάδα.
Στον πρώτο αγώνα της Ιταλίας κόντρα στη Χιλή, και ενώ το σκορ ήταν 2-1 υπέρ των Χιλιανών, η Σκουάντρα Ατζούρα κέρδισε πέναλτι στο 85ο λεπτό. Ο Μπάτζιο με περίσσιο θάρρος πήρε την μπάλα και την έστησε στα 11 βήματα. Οι καρδιές των θαυμαστών του αλλά και των οπαδών της Ιταλίας σταμάτησαν. Μάλιστα κάποιοι δεν τολμούσαν να κοιτάξουν. Ο Ρομπέρτο πήρε φόρα, σούταρε και... σκόραρε! Αυτό ήταν. Ο εφιάλτης του 1994 είχε πια ολοκληρωτικά ξεπεραστεί και όλοι οι φίλαθλοι ανά την υφήλιο είπαν πως ο «μικρός βούδας» επέστρεψε οριστικά και ήταν ο πιο επικίνδυνος παίκτης της ομάδας. Ο Μαλντίνι όμως, όλως περιέργως, τον περιθωριοποίησε έχοντας τον μονίμως στον πάγκο και έτσι η Ιταλία αποκλείστηκε στα προημιτελικά από την μετέπειτα πρωταθλήτρια Γαλλία.
Σαν απολογισμό της καριέρας του μπορούμε να αναφέρουμε τα 27 γκολ με την Εθνική ομάδα της χώρας του και περισσότερα από 200 στο Ιταλικό πρωτάθλημα, κάνοντας τον, τον 5ο πιο παραγωγικό επιθετικό όλων των εποχών στην Ιταλία.
Επιγραμματικά να αναφέρουμε ότι στα 20 χρόνια καριέρας στην Ιταλία έπαιξε σε 7 συνολικά ομάδες (Βιτσέντζα, Φιορεντίνα, Γιουβέντους, Μίλαν, Μπολόνια, Ίντερ και Μπρέσια) και στο παλμαρέ του μπορούμε να βρούμε 2 πρωταθλήματα Ιταλίας (1995,1996), 1 κύπελλο Ιταλίας (1995), 1 κύπελλο Ουέφα (1993), καλύτερος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής (1993), καλύτερος παγκόσμιος ποδοσφαιριστής (1993).
e-soccer.gr
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου