Ο Ρουμάνος κεντρικός επιθετικός και αργότερα προπονητής Άνχελ Ιορντανέσκου (Anghel Iordănescu), γεννήθηκε στις 4 Μαΐου του 1950, στο Βουκουρέστι.Ένας λαμπρός επιθετικός με πολύ καλή τεχνική κατάρτιση και με ασυνήθιστη ικανότητα στη ντρίμπλα. Έκανε λαμπρή καριέρα στα γήπεδα της πατρίδας του, με την Στεάουα Βουκουρεστίου, της οποία θεωρείται ένας από τους Καλύτερους Ποδοσφαιριστές Όλων των Εποχών, ενώ είναι και ο Κορυφαίος Σκόρερ στην ιστορία της! Πέρασε κι απ’ τα μέρη μας και σαν ποδοσφαιριστής, στον ΟΦΗ, αλλά και σαν προπονητής της εθνικής, πριν αναλάβει ο Ότο Ρεχάγκελ (Otto Rehhagel), με τα γνωστά αποτελέσματα. Το 2007 εγκατέλειψε την προπονητική για να ασχοληθεί με την πολιτική, όμως τον Δεκέμβριο του 2013 επέστρεψε στον χώρο του ποδοσφαίρου αναλαμβάνοντας αρχικά τη θέση του τεχνικού διευθυντή στην ποδοσφαιρική ομοσπονδία της χώρας του και τον Οκτώβριος του 2014, αυτήν του προπονητή στην εθνική ομάδα της Ρουμανίας. Έχει ανακηρυχθεί ως ο καλύτερος Ρουμάνος προπονητής του 20ου Αιώνα!
Στα 12 του χρόνια, το 1962, εντάχθηκε στα τμήματα υποδομής της Στεάουα Βουκουρεστίου και στις 17 Νοεμβρίου του 1968, έκανε το ντεμπούτο του στην ανδρική της ομάδα, στη ρουμάνικη Divizia A’, στην ήττα με 1-2 από την Πολιτέκνικα Ιάσι. Είχε πολύ καλή τεχνική κατάρτιση και ουσία στο παιχνίδι του. Στη Ρουμανία, αγωνίστηκε ΜΟΝΟ με τα χρώματα της Στεάουα, έως το 1982, αναδεικνυόμενος Πρώτος Σκόρερ του πρωταθλήματος αυτή τη χρονιά και έχοντας κατακτήσει μαζί της 2 πρωταθλήματα και 4 Κύπελλα Ρουμανίας. Την περίοδο 1982/83, σε ηλικία 32 ετών, άφησε τη πατρίδα του, για να αγωνιστεί στην Ελλάδα, με τη φανέλα του ΟΦΗ, κάτω από τις οδηγίες του Λες Σάνον (Les Shannon), στον οποίο παρέμεινε μέχρι το 1984. Αυτές τις 2 περιόδους, συμμετείχε σε 54 αγώνες των Κρητικών, σκοράροντας 7 γκολ.
Επέστρεψε και πάλι στη Στεάουα, με την οποία κέρδισε άλλα δύο πρωταθλήματα (1985, 1986), αλλά και το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης το 1986! Στον τελικό εκείνης της διοργάνωσης, οι Ρουμάνοι επικράτησαν 2-0 στα πέναλτι της Μπαρτσελόνα και ύψωσαν το τρόπαιο στον ουρανό του Σάντσεθ Πιθχουάν, στη Σεβίλλη! Ο Ιορντανέσκου, που τότε εκτελούσε χρέη παίκτη-βοηθού προπονητή, πλάι στον Έμεριχ Γένεϊ (Emerich Jenei), αγωνίστηκε ως αλλαγή σ’ εκείνο τον τελικό. Ως πρωταθλητής Ευρώπης, κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, για ν’ ασχοληθεί με την προπονητική. Συνολικά, αγωνίστηκε σε 317 παιχνίδια της Στεάουα και σημείωσε 155 γκολ με τα χρώματά της, όντας ο Κορυφαίος Σκόρερ της σε όλη την ιστορία της!
Στην εθνική ομάδα της Ρουμανίας, έκανε ντεμπούτο στις 18 Απριλίου του 1971, στη νίκη με 2-1 επί της Αλβανίας για τα προκριματικά του Ολυμπιακού τουρνουά των Αγώνων του Μονάχου, το 1972, παιχνίδι στο οποίο σκόραρε το 1-0 στο 45ο λεπτό του αγώνα. Συμμετείχε σε 64 διεθνείς αγώνες, πετυχαίνοντας 26 τέρματα και είναι ο 6ος Κορυφαίος Σκόρερ για την εθνική ομάδα της Ρουμανίας. Δυστυχώς γι’ αυτόν, υπήρξε διεθνής σε μια στείρα από πλευράς συμμετοχών σε μεγάλες διοργανώσεις περίοδο για την ρουμανική εθνική ομάδα και δεν αγωνίστηκε σε κάποιο μεγάλο διεθνές ραντεβού. Μάλιστα, έχει γραφτεί γι’ αυτόν ότι: «Ο ποδοσφαιριστής Ιορντανέσκου γεννήθηκε σε λάθος χρόνο. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970 ήταν πολύ μικρός και το Euro του 1984 έγινε τη χρονιά που κρέμασε τα παπούτσια του». Ο τελευταίος διεθνής αγώνας του, πραγματοποιήθηκε στις 10 Οκτωβρίου του 1981, σε μια ήττα 1-2 από την Ελβετία, στο Βουκουρέστι για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1982.
Με την πρόσληψη του Γιένεϊ στην τεχνική ηγεσία της Ρουμανίας, το καλοκαίρι του 1986, ανέλαβε πρώτος προπονητής της Στεάουα, με την οποία κατέκτησε τρία διαδοχικά νταμπλ, το διάστημα 1986-1989. Σε διεθνές επίπεδο, η κορυφαία του στιγμή, υπήρξε την περίοδο 1987/88, όταν η Στεάουα αγωνίστηκε στον τελικό του κυπέλλου Πρωταθλητριών, όπου ηττήθηκε από τη Μίλαν (0-4). Το 1990, άφησε τη Στεάουα για λογαριασμό της κυπριακής Ανόρθωσης, για να επιστρέψει και πάλι δύο χρόνια αργότερα (1992/93).
Το καλοκαίρι του 1993 ανέλαβε ομοσπονδιακός προπονητής της Ρουμανίας, την οποία οδήγησε στην τελική φάση του Μουντιάλ του 1994, φτάνοντας μέχρι τα προημιτελικά της διοργάνωσης, στο Euro του 1996 και στο Μουντιάλ του 1998. Μετά το Παγκόσμιο Κύπελλο, αντικατέστησε τον Κώστα Πολυχρονίου στον πάγκο της Ελλάδας, αναλαμβάνοντας να δώσει στη «γαλανόλευκη», την πρόκριση στα τελικά του Euro του 2000. Οι φτωχές επιδόσεις του όμως επέφεραν τη γρήγορη απόλυσή του, το 1999. Αμέσως μετά άρχισε μια ιδιότυπη προπονητική περιπλάνηση!
Ανέλαβε την Αλ Χιλάλ από τη Σαουδική Αραβία και το 2000 είχε ένα σύντομο πέρασμα από τον πάγκο της Ραπίντ Βουκουρεστίου, για να ακολουθήσει η ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας της Αλ Αΐν από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Το διάστημα 2002-2004, επέστρεψε (ανεπιτυχώς) στην εθνική ομάδα της Ρουμανίας και την περίοδο 2005/06 βρέθηκε στην Αλ Ιτιχάντ, για να κλείσει την πρώτη περίοδο της προπονητικής του καριέρας στην Αλ Αΐν το 2006, στη δεύτερη θητεία του στον πάγκο του ασιατικού συλλόγου.
Αποσύρθηκε από τους πάγκους το 2007, για να ασχοληθεί με την πολιτική, όντας μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της χώρας του. Τον Οκτώβριο του 2014, έπειτα από οκτώ χρόνια απουσίας, επέστρεψε στην προπονητική, αναλαμβάνοντας την τεχνική ηγεσία της Ρουμανίας, για τρίτη φορά στην καριέρα του, θέση από την οποία παραιτήθηκε στις 27 Ιουνίου του 2016, μετά από την αποτυχία στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 2016, τερματίζοντας στην τελευταία θέση με ένα βαθμό στον Α’ Όμιλο.
Κατέχει το βαθμό του υποστράτηγου στο στρατό της πατρίδας του, ενώ έχει ανακηρυχθεί ως ο Καλύτερος Ρουμάνος Προπονητής του 20ου Αιώνα!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου