Ίσως όταν γίνεσαι ήρωας με τόσους κινηματογραφικούς τρόπους να πρέπει κάποια στιγμή να γίνεις ο μοιραίος με τραγικό τρόπο. Ο Στίβεν Τζέραρντ ήταν ο απόλυτος ποδοσφαιρικός ήρωας. Και χωρίς τραγική στιγμή δεν θα μπορούσε να είναι τέτοιος. Και ποιος θα του πει πως άπετυχε, όταν έζησε τα όνειρά του με τρόπο που ξεπέρασε κάθε φαντασία.
Φόρεσε τη φανέλα της Λίβερπουλ απ’το Νοέμβριο του 1998 μέχρι το Μάιο του 2015, για 17 σεζόν. Έπαιξε σε 504 ματς Premier League και πέτυχε 120 γκολ και σε 128 ευρωπαϊκά παιχνίδια με 41 γκολ. Συνολικά έβαλε την κόκκινη φανέλα 708 φορές, πέτυχε 186 γκολ και έδωσε πάνω από 100 ασίστ. Αλλά δεν πήρε πρωτάθλημα.
Πήρε ένα Champions League, ένα UEFA, δύο Κύπελλα Αγγλίας, τρία Λιγκ Καπ και δύο Ευρωπαϊκά Super Cup. Βγήκε τρίτος στη Χρυσή Μπάλα το 2005, UEFA Player of the Year την ίδια χρονιά, παίκτης της χρονιάς στην Αγγλία το 2009, καλύτερος νέος παίκτης το 2001, οκτώ φορές στην καλύτερη ενδεκάδα της χρονιάς, τρεις φορές στην καλύτερη ενδεκάδα της UEFA. Αλλά δεν πήρε πρωτάθλημα.
Είναι μέχρι σήμερα ο μοναδικός παίκτης που έχει αγωνιστεί, σκοράρει και νικήσει σε όλους τους τελικούς που θα μπορούσε να δώσει. Το έκανε στον τελικό του UEFA το 2001 με την Αλαβές, στον τελικό του Champions League το 2005 με τη Μίλαν, στον τελικό του Κυπέλλου Αγγλίας το 2006 με την Γουέστ Χαμ και στον τελικό του Λιγκ Καπ το 2003 με τη Γιουνάιτεντ. Όλα ήταν γκολ στην κανονική ροή του αγώνα, όχι στημένη φάση, όχι πέναλτι. Αλλά δεν πήρε πρωτάθλημα.
Υπήρξε ο πιο πλήρης ποδοσφαιριστής της σύγχρονης εποχής. Δεν υπήρχε κάτι στο γήπεδο που να μην έκανε σε υψηλό βαθμό, αν όχι στον υψηλότερο. Να τρέξει, να μαρκάρει, να κόψει και να κάνει τάκλινγκ σαν αμυντικός μέσος. Να πασάρει με κάθε πιθανό τρόπο, όπως το απαιτεί η κάθε φάση. Να ντριμπλάρει σαν εξτρέμ, να εκτελέσει με όλους τους τρόπους σαν επιθετικός λες κι είναι γεννημένος φορ, να δημιουργήσει απ’το πουθενά σαν δεκάρι.
Ξεκίνησε ως τρεχαλατζής στο κέντρο, μετά έγινε ο ορισμός του box-to-box μέσου. Έγινε δεξί εξτρέμ για μία σεζόν και τελείωσε με 23 γκολ. Έγινε δεκάρι/δεύτερος επιθετικός για δύο σεζόν και τελείωσε με συνολικά 45 γκολ. Έπαιξε μέχρι και αριστερός μέσος στην Αγγλία, holding midfielder τα τελευταία δύο χρόνια στη Λίβερπουλ και για συνολικά πάνω από μία ώρα ως δεξί μπακ σε δύο ευρωπαϊκούς τελικούς. Το 2005 στην Πόλη ξεκίνησε στο κέντρο, έπαιξε πίσω απ’τον φορ στην ανατροπή και δεξί μπακ στην παράταση. Αλλά δεν πήρε πρωτάθλημα.
Δεν το πήρε γιατί δεν έφυγε
Ποτέ δεν το κατάλαβα αυτό το “δεν έχει πρωτάθλημα” που έπρεπε να ακούω/διαβάζω κάθε φορά που η συζήτηση αφορούσε τον Στίβεν Τζέραρντ. Δεν το κατάλαβα αφενός για τον ίδιο λόγο που δεν κατανοώ απόλυτά το “δεν έχει πάρει Μουντιάλ” που ακολουθεί τον Μέσι, λες και ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο μπορεί να μετρηθεί το μεγαλείο και η αξία ενός ποδοσφαιριστή είναι οι τίτλοι, Γιώργο Ανατολάκη και Τάσο Πάντο ή μεγάλε Ερίκ Καντονά που δεν έχεις πάρει Champions League.
Και δεν το καταλάβαινα ακόμα περισσότερο απ’τη στιγμή που ο Τζέραρντ δεν ήταν άτιτλος, αλλά είχε κατακτήσει όλους τους υπόλοιπους πιθανούς τίτλους με τη Λίβερπουλ. Ως ήρωας, πρωταγωνιστής και σκόρερ, όχι ως κομπάρσος. Και εννοείται πως δεν το κατανοώ απ’τη στιγμή που μιλάμε για ποδόσφαιρο, όχι για τένις. Οι ομάδες κατακτούν τους τίτλους.
Και όχι, η απάντηση στο γιατί δεν πήρε πρωτάθλημα ο Τζέραρντ δεν είναι “γιατί γλίστρησε πέρσι με την Τσέλσι”. Δεκαεπτά σεζόν δεν μπορούν να κριθούν με την υπεραπλούστευση και την αφέλεια που λέει πως απάντηση είναι ένα δευτερόλεπτο. Πόσω μάλλον όταν μιλάμε για μια ομάδα που πήγε να πάρει το πρωτάθλημα με το ίδιο ρόστερ που την προηγούμενη σεζόν βγήκε 7ο και για να το πετύχει έπρεπε να κάνει 14 σερί νίκες, να μείνει αήττητη απ’τις 29 Δεκεμβρίου μέχρι τις 11 Μαϊου.
Ο Τζέραρντ δεν πήρε πρωτάθλημα για έναν και μόνο λόγο. Γιατί δεν έφυγε απ’τη Λίβερπουλ, τελεία και παύλα. Δεν έφυγε το 2005 όταν το είχε αποφασίσει και άλλαξε γνώμη τελευταία στιγμή. Οι φωνές δεν σταμάτησαν. Ο Μουρίνιο προσπάθησε να τον πάρει πριν τα 30 στην Ίντερ, προσπάθησε και μετά τα 30 να τον φέρει στη Ρεάλ Μαδρίτης. Ο Αντσελότι τον ήθελε στη Μίλαν το 2007, ρώτησε τον Πίρλο κι αυτός του είπε “φέρ’τον”, ο Γκουαρδιόλα τον ήθελε στην Μπάγερν πριν δυο χρόνια στα 33.
Οποιαδήποτε στιγμή κι αν το είχε αποφασίσει θα είχε προσθέσει τουλάχιστον ένα πρωτάθλημα στη συλλογή του και πιθανότατα και 1-2 ευρωπαϊκούς τίτλους ακόμα. Και; Πως αυτό θα άλλαζε έστω και στο ελάχιστο το τι παίκτης υπήρξε; Πως θα τον μεγάλωνε ως παίκτη κάτι που ήταν απλώς μια απόφαση, μια κίνηση; Έκανε δεκάδες πράγματα στον αγωνιστικό χώρο που ήταν “αδύνατα”, καταπληκτικά, φανταστικά, αλλά πέφτει στα μάτια κάποιων γιατί δεν έκανε το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Να ξυπνήσει μια μέρα και να πει “τέλος, φεύγω”.
Πόσο χαζό μοιάζει αλήθεια το “αλλά δεν πήρε ένα πρωτάθλημα” όταν σκεφτείς πως ο μοναδικός λόγος που δεν συνέβη αυτό ήταν πως απλώς δεν πήρε μεταγραφή σε μία απ’τις ομάδες που θέλησαν να τον αποκτήσουν. Ομάδες που θα του το προσέφεραν και μάλιστα θα ήταν ακόμα περισσότερες αν έβγαινε μια μέρα κι έλεγε “φεύγω, πουλήστε με”. Ουρά θα γινόταν.
Η ΛΙΒΕΡΠΟΥΛ ΑΠΕΤΥΧΕ, ΟΧΙ ΑΥΤΟΣ
Δεν είναι δικιά του αποτυχία ο μοναδικός τίτλος που δεν κατέκτησε. Είναι αποτυχία της Λίβερπουλ. Πάρτε όποιον μεγάλο θέλετε. Τον Σκόουλς, τον Γκιγκς, τον Μπέκαμ, τον Λάμπαρντ, τον Βιεϊρά, τον Ρούνεϊ και βάλτε τον στη θέση του Τζέραρντ, στην ίδια καριέρα, δεκαεπτά χρόνια στη Λίβερπουλ, με τις ίδιες συνθήκες. Θα είχε πάρει πρωτάθλημα; Όχι. Και αμφιβάλω αν όποιος έπαιρνε τη θέση του θα είχε τουλάχιστον κατακτήσει τους υπόλοιπους τίτλους του Τζέραρντ, γιατί ηρωισμοί σαν κι αυτούς του 2005 και τους 2006 δεν είναι εύκολο να γίνουν απ’όλους τους παίκτες, όσο τεράστιοι κι είναι.
Είναι οξύμωρο, αλλά αληθές. Τα προβλήματα της Λίβερπουλ ήταν αυτά που τον ανέδειξαν ως τον απόλυτο ήρωα, τον άνθρωπο που βρίσκεται παντού στο γήπεδο, κάνει τα πάντα και βρίσκει τον τρόπο να είναι καθοριστικός, ξανά και ξανά. Όμως, τα ίδια προβλήματα ήταν αυτά που τον ξεζούμισαν, τον ανάγκασαν να υιοθετήσει ένα ρόλο που ναι μεν τον έκανε ήρωα, αλλά ταυτόχρονα του στέρησε τη δυνατότητα να αγγίξει το μάξιμουμ που μπορούσε ως παίκτης. Και δεν εννοώ το να κατακτήσει το πρωτάθλημα, αλλά να παίξει ακόμα καλύτερα.
Ναι, μπορούσε να λάμψει ακόμα περισσότερο στο χορτάρι. Αρκεί να έκανε λιγότερα. Ο Σάκι κάποτε είπε πως ο Τζέραρντ είναι ένας καταπληκτικός ποδοσφαιριστής, που μπορεί να κάνει τα πάντα στο γήπεδο, αλλά δεν ξέρει να παίζει ποδόσφαιρο. Ο μεγάλος Ιταλός δάσκαλος μπορούσε να ξεχωρίσει τα “μπορώ” απ’τα “ξέρω τι πρέπει να κάνω”. Ο Τζέραρντ, όπως στην πλειοψηφία τους οι Άγγλοι ποδοσφαιριστές, δεν είχε την παραμικρή τακτική γνώση.
Η άγνοιά του, σε συνδυασμό με τις αστείρευτες δυνατότητές του, τον έκαναν να ξοδεύει όλο το 90λεπτο προσπαθώντας να κάνει τα πάντα, χωρίς να έχει το μυαλό και τη γνώση του “τι πρέπει να γίνει”. Αυτό, σε συνδυασμό με τη Λίβερπουλ που ήταν πάντα στην ανάγκη ενός ήρωα, είχαν δύο αποτελέσματα. Ο Τζέραρντ να γίνει όντως ο ήρωας των κόμικς που κάνει πράγματα που δεν υπάρχουν, αλλά ταυτόχρονα να γίνει η καρδιά της ομάδας, αντί να γίνει η λάμψη της.
Ο ρόλος του ήρωα που κάνει τα πάντα έμοιαζε να του ταιριάζει τόσο πολύ, αλλά στην ουσία ήταν μια υποβάθμιση. Άλλοι έπρεπε να δουλεύουν γι’αυτόν κι ο Τζέραρντ να έχει τον τελευταίο ρόλο, να κάνει τη διαφορά με την μαγεία του. Ο Μπενίτες ήταν ο μόνος που το κατάλαβε. Τον βρήκε ως έναν εκπληκτικό box-to-box μέσο και έκανε τα πάντα για να τον βγάλει από εκεί. Έφερε τον Αλόνσο, τον Λούκας, τον Μασεράνο. Ακόμα και πριν τον τελευταίο, έστειλε τον Τζέραρντ στα δεξιά το 2006 και τον μονιμοποίησε πίσω απ’τον φορ το 2007, για να τον κάνει μετά δεύτερο επιθετικό μαζί με τον Τόρες και να φτιάξει ένα δίδυμο που “σκότωνε”.
Όχι τυχαία, η Λίβερπουλ που έφυγε απ’τον πλήρη έλεγχο του Τζέραρντ ήταν η καλύτερη στην οποία έπαιξε και ο ίδιος ήταν καλύτερος από ποτέ. Άλλοι έτρεχαν, άλλοι πάσαραν, άλλοι έκαναν τάκλινγκ κι αυτός έκανε λιγότερο αυτά και περισσότερο τη διαφορά. Όχι τυχαία, κάτι παρόμοιο συνέβη και στο περσινό θαύμα, όταν αυτός ήταν πλέον 34. Οι λίγες, ελάχιστες φορές που στην καριέρα του είχε κάποιους απ’τους συμπαίκτες που είχαν οι υπόλοιποι μεγάλοι.
Μ’αυτούς πχ το 2009 η Λίβερπουλ μάζεψε 86 βαθμούς και η Γιουνάιτεντ 90. Μόνο που Τζέραρντ, Αλόνσο, Μασεράνο και Τόρες είχαν σαπόρτινγκ καστ τον Μπεναγιούν, τον Μπάμπελ, τον Κάιτ, τον Ριέρα και τον Ν’Γκονγκ την ώρα που η Γιουνάιτεντ είχε ταυτόχρονα Ρονάλντο, Τέβες, Ρούνεϊ, Μπερμπάτοφ, Νάνι, Παρκ, Σκόουλς, Γκιγκς, Χάργκριβς, Κάρικ και Σκόουλς. Αλλά υποθέτω πως κι αυτό ήταν ευθύνη του Τζέραρντ.
Με στόχο το αδύνατο
Οι συνθήκες γύρω του, αλλά και τα προσωπικά του, ανεξάντλητα “μπορώ” ήταν αυτά που καθόρισαν αυτά τα 17 χρονιά. Ο Τζέραρντ πέρασε την πλειοψηφία αυτών των χρόνων προσπαθώντας το αδύνατο, να κάνει τα πάντα στο χορτάρι. Κουβαλώντας πάντα ένα αίσθημα ευθύνης, ένα βάρος στους ώμους, μια ταμπέλα που αναβόσβηνε διαρκώς και του έλεγε “πρέπει να κάνεις τα πάντα, μόνο εσύ μπορείς, αλλιώς δεν γίνεται”.
Κι όσο έμενε στη Λίβερπουλ, όσο άρχιζε κι αυτός να έχει λιγότερα “μπορώ”, τσακισμένος απ’τους τραυματισμούς, τόσο αυτό τον εξέθετε στα μάτια του κόσμου. “Ή πέθανε νωρίς και γίνε ήρωας ή ζήσε τόσο ώστε να δεις τον εαυτό σου να γίνεται ο κακός”. Ο Τζέραρντ έγινε ο απόλυτος ήρωας, αλλά έμεινε τόσο ώστε να ζήσει τελικά να ακούει πως αυτός είναι το πρόβλημα, πως δεν αντέχει, πως απογοήτευσε, πως κρέμασε τη Λίβερπουλ.
Ποια; Την ομάδα που του έδωσε ελάχιστες φορές μέσα σ’αυτά τα 17 χρόνια τους συμπαίκτες που του άξιζαν. Την ομάδα που έχασε 3-1 απ’την Κρίσταλ Πάλας στο τελευταίο του παιχνίδι στο Άνφιλντ και 6-1 απ’τη Στόουκ στο τελευταίο του παιχνίδι με την κόκκινη φανέλα.
Ας είναι. Στο φινάλε, εκείνος το επέλεξε. Και στο τέλος της διαδρομής μένουν πράγματα ανεπανάληπτα. Σήμερα συμπληρώνονται δέκα χρόνια από εκείνο το βράδυ στην Κωνταντινούπολη. Η Λίβερπουλ βρισκόταν εκεί εξαιτίας του, αφού εκείνος είχε βάλει το τρίτο γκολ απέναντι στον Ολυμπιακό που κράτησε τους Κόκκινους στη διοργάνωση.
Ο άνθρωπος που έκανε θαύματα
Μόνο όσοι ήταν μέσα στο γήπεδο μπορούν να το καταλάβουν απόλυτα: το ματς γύρισε και τελείωσε στο 3-1, πιστέψτε με. Όχι στο 3-2, όχι στο 3-3, όχι στην απόκρουση του Ντούντεκ στη διπλή ευκαιρία του Σεφτσένκο στο 118’. Όλα άρχισαν και όλα τελείωσαν στο 3-1. Όταν ο Τζέραρντ έστριψε το κεφάλι του σαν την κοπέλα στον Εξορκιστή για να κατευθύνει την μπάλα στο πλαϊνό δίχτυ σαν φορ παγκόσμιας κλάσης. Όταν έτρεξε μπροστά μας, στην κεντρική κερκίδα απέναντι απ’τις κάμερες και με τα χέρια ήθελε να μας σηκώσει όλους απ’τις θέσεις μας, όπως ήθελε να σηκώσει την ομάδα του απ’το βούρκο.
Στο πρόσωπό του είναι όλη η καριέρα του. Δεν χαμογελάει, δεν είναι καν αποφασιστικός, ηγετικός. Είναι απελπισμένος, απογοητευμένος, σχεδόν έτοιμος να δακρύσει απ’τα νεύρα, τη θλίψη, τη στεναχώρια γι’αυτό που συνέβαινε, γι’αυτήν την “τραγωδία” του 3-0 που δεν μπορούσε να αντέξει. Μας έλεγε να σηκωθούμε, αλλά να σηκωθούμε να κάνουμε τι; Θα γυρίσει το ματς επειδή έγινε το 3-1 απέναντι στην καλύτερη ενδεκάδα που έπαιξε ποτέ σε τελικό Champions League; Δεν έχει σημασία το τι μπορεί να γίνει. Σημασία έχει τι πρέπει να γίνει. Αυτό ήταν πάντα ο Στίβι, είτε τα κατάφερνε, είτε όχι.
Ένα χρόνο αργότερα, στον τελικό του Κυπέλλου, η Λίβερπουλ έχανε με 3-2 απ’τη Γουέστ Χαμ. Ο Κάραγκερ είχε βάλει αυτογκόλ, ο Ρέινα είχε χαρίσει τα άλλα δύο, μια Λίβερπουλ ξανά τραγική. Ο Τζέραρντ υπέφερε από κράμπες για πολλή ώρα, ξάπλωνε στο χορτάρι την ώρα που το ματς παιζόταν, περπατούσε στο τελευταίο δεκάλεπτο.
Την ώρα που ο εκφωνητής ανακοίνωσε τα τέσσερα λεπτά των καθυστερήσεων, η μπάλα έπεσε έξω απ’την περιοχή, αρκετά μακριά. Δεν έχει σημασία το τι μπορεί να γίνει, μόνο το τι πρέπει να γίνει. Σουτ και γκολ που βάζει μόνο ο Roy of Rovers, ο Eric Castel, γκολ που μπαίνει μόνο στο σινεμά, στην Απόδραση των έντεκα.
Δύο κορυφαίες απ’τις πραγματικά αμέτρητες στιγμές που ο Τζέραρντ έκανε το αδύνατο. Ναι, όλοι οι πολύ μεγάλοι έχουν τέτοιες. Μόνο που αυτός έμοιαζε πάντα το πετυχαίνει μόνος του. Και σχεδόν πάντα το κυρίαρχο συναίσθημα όταν το πετύχαινε δεν ήταν η χαρά, αλλά η λύτρωση. Οι άλλοι το έκαναν για να νικήσουν, ο Τζέραρντ το προσπαθούσε για να λυτρωθεί. Πάλευε τόσες φορές μόνος του κι απλώς ήθελε σε κάποιες απ’αυτές να το φτάσει μέχρι το τέλος. Να πάει στη γωνία δεξιά στο Άνφιλντ, να κοιτάξει τη θέση που καθόταν πάντα ο πατέρας του κι εκεί να χαμογελάσει, να του πει “τα κατάφερε και πάλι”. Ή απλώς να ψάξει να τον βρει μετά το τέλος στην Πόλη και να χαθεί στην αγκαλιά του.
Ένα χαντάκι πάνω απ'τα μάτια
Δέκα χρόνια μετά το θαύμα της Πόλης, όλοι όσοι μιλάνε γι’αυτό λένε πως οι καθοριστικοί παράγοντες ήταν ο κόσμος κι ο Τζέραρντ. Κανείς δεν σκέφτηκε να πει πως στην ουσία μιλάμε για το ίδιο πράγμα. Τζέραρντ και κόσμος, ένα και το αυτό. Ο Στίβι υπέφερε στο γήπεδο ως οπαδός, σε κάθε του στιγμή. Αν κλείσω τα μάτια και τον σκεφτώ, μαζί με τα χαμόγελα μετά τα γκολ, μια είναι η εικόνα που μου έρχεται κατευθείαν στο μυαλό.
Το πρόσωπό του την ώρα του αγώνα όταν η Λίβερπουλ δεν νικούσε. Άγχος, δυσαρέσκεια, νεύρα, θλίψη, γκρίνια, απογοήτευση. Ίδιο πρόσωπο σαν κι αυτά στις κερκίδες, μπροστά στις τηλεοράσεις. Είτε στα 21, είτε στα 27, είτε στα 35, η ίδια έκφραση, του οπαδού που υποφέρει κι απλώς τυχαίνει να είναι ποδοσφαιριστής. Αυτό το δυσβάσταχτο συναίσθημα ήταν που του έσκαψε το “χαντάκι” στο μέτωπο, αυτή τη ρυτίδα έκφρασης που “τρέχει” πάνω απ’τα μάτια του, που είναι εκεί ακόμα κι όταν χαμογελάει και το πρόσωπό του φωτίζεται.
“Η φιλοδοξία μου είναι να γίνω βασικός, να παίξω όσο περισσότερο μπορώ και να μείνω στην ομάδα όσο περισσότερο γίνεται, να μείνω μέχρι το τέλος της καριέρας μου, γιατί ειλικρινά δεν με φαντάζομαι να παίζω αλλού. Και ίσως μια μέρα όταν θα γίνω 30, να γίνω κι αρχηγός, ναι”.
Έγινε ακριβώς έτσι, μόνο που το περιβραχιόνιο το φόρεσε πολύ νωρίτερα. Όχι σαν εξάρτημα, αλλά ως στολή. Τιμή και ταυτόχρονα βάρος. Ο Μουρίνιο το 2005 δήλωσε πως ο ίδιος θα χάσει που τον απέρριψε και δεν πήγε στην Τσέλσι. “Θα λέει πως έγινε πρωταθλητής Ευρώπης με τη Λίβερπουλ, αλλά σε δέκα χρόνια θα συγκρίνει τους τίτλους της Λίβερπουλ με αυτούς της Τσέλσι και θα είναι ο χαμένος”.
Η δεκαετία πέρασε και η εύκολη πρόβλεψη του Μουρίνιο αποδείχθηκε αληθινή. Ο ίδιος βέβαια άλλαξε πλέον γνώμη και πριν το τελευταίο παιχνίδι των δύο ομάδων δήλωσε πως ο Τζέραρντ πλέον θα νιώσει πως η απόφαση να μείνει στη Λίβερπουλ άξιζε τον κόπο, αφού θα είναι ένας μεγάλος θρύλος για το υπόλοιπο της ζωής του.
Ακόμα και ο Mr. Τίτλοι και Νίκες κατάλαβε πως δεν μετριούνται όλα με τον ίδιο τρόπο. Για κάποιους ανθρώπους το μέσο, ο τρόπος είναι το όνειρο και όχι ο σκοπός, η κατάληξη. Στην ομιλία του μπροστά στο κοινό του Άνφιλντ ο Τζέραρντ το είπε ακόμα πιο απλά. “Το να παίξω έστω και ένα ματς για τη Λίβερπουλ ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Ο,τι ακολούθησε μετά, ήταν μπόνους”.
Στην ομορφιά των ονείρων του
Και το γλίστρημα, αυτό το τραγικό δευτερόλεπτο; Το γλίστρημα είναι για μένα η πιο στενάχωρη αθλητική στιγμή που έχω ζήσει μέχρι σήμερα. Και όχι, δεν είναι στενάχωρη επειδή η Λίβερπουλ έχασε το πρωτάθλημα και δεν ολοκλήρωσε με τίτλο το περσινό θαύμα. Ο λόγος που δεν θα χωνέψω ποτέ αυτό που συνέβη είναι πως θεωρώ τραγικά άδικο να συμβεί κάτι τέτοιο στον Τζέραρντ.
Προσπαθώ να σκεφτώ πως απλώς ήταν το αντίβαρο για όσα εκπληκτικά πέτυχε τα προηγούμενα χρόνια. Σκέφτομαι πως ίσως να υπάρχει μια ισορροπία που να πρέπει να κρατηθεί. Ίσως όταν γίνεσαι ήρωας με τόσους κινηματογραφικούς τρόπους να πρέπει κάποια στιγμή να γίνεις ο μοιραίος με τραγικό τρόπο. Ήταν ο απόλυτος ποδοσφαιρικός ήρωας. Και χωρίς τραγική στιγμή δεν θα μπορούσε να είναι τέτοιος.
Αλλά πείτε μου ειλικρινά, δεν θα θέλατε να είστε στη θέση του; Αν σας έλεγε κάποιος πως θα τα έχετε όλα αυτά. Θα παίζατε στην ομάδα της πόλης σας, σ’αυτήν που υποστηρίζατε από μικρό παιδί, θα φορούσατε το περιβραχιόνιο, θα κερδίζατε μαζί της σχεδόν όλους τους πιθανούς τίτλους, θα σας αποθεώναν όλοι οι μεγάλοι ποδοσφαιριστές, θα ήσασταν ο απόλυτος πρωταγωνιστής σε κάθε τελικό, θα σκοράρατε με τρόπους κινηματογραφικούς, με ηρωισμούς ανεπανάληπτους, θα ήσασταν ένας ζωντανός θρύλος.
Θα τα πετούσατε όλα αυτά αν σας έλεγαν πως το πρόβλημα είναι πως θα έρθει στο τέλος μια μέρα που θα γίνετε ο μοιραίος; Θα λέγατε όχι σε 700 τόσα παιχνίδια, σε 186 γκολ, σε μυριάδες μαγικές στιγμές, σε τέσσερις νικηφόρους τελικούς με δικά σας γκολ, στον μυθικό τελικό Champions League, στη μεγαλύτερη ανατροπή όλων των εποχών; Θα τα πετούσατε όλα αυτά γιατί δεν θα θέλατε να ζήσετε το γλίστρημα;
Ποιο γλίστρημα, ποιο πρωτάθλημα. Ο Τζέραρντ έκανε πράξη αυτό που έλεγε το πανό εκείνο το βράδυ πριν από δέκα χρόνια στην Πόλη. "Το μέλλον ανήκει σ'εκείνους που πιστεύουν στην ομορφιά των ονείρων τους". Τα παιδιά ονειρεύονται τη φανέλα της αγαπημένης τους ομάδας, μεγάλους τελικούς, το γκολ που θα κρίνει το τρόπαιο, τα κύπελλα στα χέρια τους. Το παιδί αυτό τα έζησε όλα. Πρώτα στον καθρέφτη του και μετά στο χορτάρι.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου