Ο Άγγλος κεντρικός αμυντικός και αργότερα προπονητής Τζάκι Τσάρλτον (John "Jack" Charlton), γεννήθηκε στις 8 Μαΐου του 1935, στο Άσινγκτον της Ούμπρια, κοντά στο Νιούκαστλ. Ήταν μέλος της ομάδας της Αγγλίας που κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1966. Είναι ο μεγαλύτερος αδελφός του πρώην αστέρα της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ Μπόμπι Τσάρλτον (Bobby Charlton), με τον οποίο ήταν συμπαίκτες στο Παγκόσμιο Κύπελλο και την τελική νίκη της Αγγλίας. Πέρασε ολόκληρη την συλλογική του καριέρα με την Λιντς Γιουνάιτεντ (1950-1973), βοηθώντας την ομάδα στον τίτλο της Β’ Κατηγορίας και την άνοδο (1963/64), τον τίτλο πρωταθλητή Αγγλίας (1968/69), στο Κύπελλο Αγγλίας (1972), το Λιγκ Καπ (1968), το Τσάριτι Σιλντ (1969), 2 φορές το Κύπελλο Διεθνών Εκθέσεων (1968 και 1971), καθώς και μια ακόμη άνοδο από τη Β' Κατηγορία (1955/56), 5 θέσεις επιλαχόντα στην Α’ Κατηγορία, δύο παρουσίες ως φιναλίστ σε τελικό Κυπέλλου Αγγλίας και έναν ακόμα τελικό Κυπέλλου Διεθνών Εκθέσεων. Οι 629 παρουσίες του σε αγώνες πρωταθλήματος και οι 762 συνολικά ανταγωνιστικές εμφανίσεις, παραμένουν μέχρι και σήμερα ρεκόρ για την Λιντς Γιουνάιτεντ. Το 2006, οι οπαδοί των «παγωνιών», ψήφισαν τον Τζάκι Τσάρλτον στη Καλύτερη 11άδα του συλλόγου Όλων των Εποχών.
Κλήθηκε στην εθνική ομάδα της Αγγλίας, λίγο πριν από 30α γενέθλιά του και σκόραρε 6 γκολ σε 35 διεθνείς αγώνες για τα «Λιοντάρια», ενώ εμφανίστηκε σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα και ένα Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Έπαιξε στην τελική νίκη επί της Δυτική Γερμανία στο Παγκόσμιο Κύπελλο το 1966, αλλά και βοήθησε την Αγγλία να πάρει την 3η θέση στο Euro του 1968, ενώ κατέκτησε και 4 τίτλους του Εσωτερικού Βρετανικού Πρωταθλήματος. Ονομάστηκε Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς στην Αγγλία, το 1967, από τους αθλητικογράφους.
Μετά τη απόσυρσή του ως παίκτης εργάστηκε ως προπονητής, οδηγώντας τη Μίντλεσμπρο στον τίτλο Β’ Κατηγορίας το 1973/74, κερδίζοντας το βραβείο του Προπονητή της Χρονιάς στην πρώτη του σεζόν στους πάγκους. Συνέχισε με Μπόρο, σταθερά στην κορυφαία κατηγορία, πριν παραιτηθεί τον Απρίλιο του 1977. Ανέλαβε την Σέφιλντ Γουένσντεϊ τον Οκτώβριο του 1977, οδηγώντας την ομάδα στην άνοδο από την Γ’ Κατηγορία, το 1979/80. Άφησε τις «κουκουβάγιες» τον Μάιο του 1983, για να εξυπηρετήσει τη Μίντλεσμπρο ως υπηρεσιακός προπονητής, στο τέλος της σεζόν 1983/84. Εργάστηκε επίσης στη Νιούκαστλ, προπονητής για την περίοδο 1984/85. Ανέλαβε την ευθύνη της εθνικής ομάδας της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, τον Φεβρουάριο του 1986, οδηγώντας τη στο πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο της ιστορίας της, το 1990, φτάνοντας στα προημιτελικά. Την οδήγησε επίσης σε συμμετοχές στο Euro του 1988 και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994. Παραιτήθηκε τον Ιανουάριο του 1996 και αποσύρθηκε και από την προπονητική. Είναι παντρεμένος και έχει τρία παιδιά.
Για πολλά χρόνια ήταν στη σκιά του ταλαντούχου αδελφού του, αλλά μετά από την στρατιωτική του θητεία, αγωνίστηκε ως επαγγελματίας στη Λιντς. Δεδομένου ότι η οικονομία του τόπου καταγωγής του, βασιζόταν στα ανθρακωρυχεία, δούλευε μαζί με τον πατέρα του σε αυτά και μόνο ύστερα από παρότρυνση της μητέρας του, ασχολήθηκε με το ποδόσφαιρο. Άλλωστε η ίδια ήταν πρώτη ξαδέλφη των διάσημων αδελφών Μίλμπερν (Jack, George, Jim, Stan και ο πιο διάσημος απ’ όλους, Jackie Milburn). Δια βίου οπαδός της Νιούκαστλ, πέρασε ολόκληρη την ποδοσφαιρική του καριέρα με την Λιντς Γιουνάιτεντ, την οποία υπηρέτησε από το 1950 έως το 1973. Έκανε το επαγγελματικό του ντεμπούτο του στις 25 Απριλίου του 1953 εναντίον της Ντόνκαστερ, σε μια ισοπαλία 1-1 για τη Β’ Κατηγορία. Λόγω των στρατιωτικών του υποχρεώσεων, στο Αννόβερο της Γερμανίας, έκανε μόνο μία εμφάνιση στη σεζόν 1954/55.
Επέστρεψε στην πρώτη ομάδα, τον Σεπτέμβριο του 1955 και κράτησε τη θέση του για το υπόλοιπο της σεζόν, βοηθώντας τους «λευκούς» να κερδίσουν την άνοδο στην Α’ Κατηγορία, τερματίζοντας 2οι πίσω από τη Σέφιλντ Γουένσντεϊ. Ύστερα από 3 σεζόν, που η Λιντς πάλευε για αν αποφύγει τον υποβιβασμό, δεν τα κατάφερε στο τέλος της σεζόν 1959/60, ενώ κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου άρχισε να παίρνει μέρος σε μαθήματα προπονητικής από την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία. Η Λιντς τερμάτισε μόλις 5 βαθμούς πάνω από τη ζώνη του υποβιβασμού στη Β’ κατηγορίας το 1960/61, για να αναλάβει ο Ντον Ρέβι (Don Revie), ο οποίος αρχικά δεν ήταν λάτρης της Τσάρλτον, χρησιμοποιώντας τον, όπως αποδείχθηκε αναποτελεσματικά ως σέντερ φορ. Κάποιες συζητήσεις για μεταγραφή στη Λίβερπουλ, δεν προχώρησαν και αποφάσισε να παραμείνει στα «παγώνια», υπογράφοντας νέο συμβόλαιο.
Η σεζόν 1962/63 ήταν η αρχή μιας νέας εποχής για την Λιντς και ο Ρέβι άρχισε να πλάθει την ομάδα και τον σύλλογο στο δικό του τρόπο. Σε ένα παιχνίδι εναντίον της Σουόνσι, το Σεπτέμβριο, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά μια νέα αμυντική γραμμή, αποτελούμενη από τον Γκάρι Σπαρκ (Gary Sprake) ως τερματοφύλακα, τον Πολ Ρίνεϊ (Paul Reaney) ως δεξιό μπακ, τον Νόρμαν Χάντερ (Norman Hunter) και τον Τζάκι Τσάρλτον ως κεντρικούς αμυντικούς και τον Ροντ Τζόνσον (Rod Johnson) ως αριστερό μπακ. Με εξαίρεση τον Τζόνσον, αυτή η αμυντική γραμμή θα παραμείνει αυτούσια για ένα μεγάλο μέρος του υπόλοιπου της δεκαετίας. Ο Τσάρλτον ανέλαβε την ευθύνη της άμυνας εκείνη την ημέρα, επιμένοντας σε σύστημα ζώνης, με τον Ρέβι να συμφωνεί, επιτρέποντας στον Τσάρλτον να γίνει ο βασικός οργανωτής στην άμυνα. Με τη βοήθεια νέου κεντρικού μέσου Τζόνι Τζάιλς (Johnny Giles), τα «παγώνια» έβαλαν τις βάσεις για την άνοδο που πέτυχαν ως πρωταθλητές το σεζόν 1963/64, δύο βαθμούς μπροστά από την Σάντερλαντ. Παράλληλα κι άλλοι παίκτες, άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στην πρώτη ομάδα, όπως ο Μπίλι Μπρέμνερ (Billy Bremner), ο Πολ Μέιντλι (Paul Madeley) και ο Πίτερ Λόριμερ (PeterLorimer), οι οποίοι θα παραμείνουν όλοι με τη Λιντς μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1970.
Η Λιντς έκανε άμεσο αντίκτυπο στη πρώτη της σεζόν πίσω στην Κορυφαία Κατηγορία, ωστόσο η ομάδα απέκτησε τη φήμη για το τραχύ παιχνίδι της και Τσάρλτον παραδέχθηκε στην αυτοβιογραφία του ότι «ο τρόπος με τον οποίο ήλθε αυτή την επιτυχία με έκανε να αισθάνομαι άβολα». Πήγαν 25 παιχνίδια αήττητοι πριν χάσουν από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στο Ίλαντ Ρόουντ, με την κούρσα του τίτλου να σήμαινε ότι οι δύο σύλλογοι είχαν δημιουργήσει μια έντονη αντιπαλότητα . Η Λιντς χρειαζόταν μια νίκη στο τελευταίο της παιχνίδι της σεζόν για να εξασφαλίσει τον τίτλο, αλλά ήλθε ισόπαλη 3-3 με την Μπέρμιγχαμ στο Σεν Άντριους, με τον Τσάρλτον να πετυχαίνει το γκολ της ισοφάρισης στο 86ο λεπτό. Κατάφεραν να πάρουν εκδίκηση από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, νικώντας με 1-0 στον επαναληπτικό ημιτελικό του Κυπέλλου. Έπαιξαν με τη Λίβερπουλ στον τελικό στο Γουέμπλεϊ και το παιχνίδι πήγε στην παράταση μετά από μια λευκή ισοπαλία. Ο Ρότζερ Χαντ (RogerHunt) άνοιξε το σκορ, με τον Μπρέμνερ να ισοφαρίζει λίγο αργότερα. Με 7 λεπτά που απομένουν για τη λήξη, ο Ίαν Σεν Τζον (Ian SaintJohn) σκόραρε για την Λίβερπουλ για να κερδίσει το παιχνίδι 2-1.
Τη σεζόν 1965/66, τερμάτισε 2η πίσω από τη Λίβερπουλ στο πρωτάθλημα και έφτασαν στα ημιτελικά του Κυπέλλου Διεθνών Εκθέσεων, όπου αποκλείστηκαν από τη Ρεάλ Σαραγόσα, στην πρώτη συμμετοχή του συλλόγου σε ευρωπαϊκή διασυλλογική διοργάνωση. Το 1966/67 αποδείχθηκε απογοητευτικό για την Λιντς, παρά την μεταγραφή του Έντι Γκρέι (Eddie Gray). Τερμάτισε 4η, 5 βαθμούς πίσω από τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και αποκλείστηκε στα ημιτελικά του Κυπέλλου από την Τσέλσι. Έκαναν μεν πρόοδο στο Κύπελλο Διεθνών Εκθέσεων, φτάνοντας στον τελικό, αλλά ηττήθηκαν με 0-2 στο σύνολο των δυο αγώνων από τη γιουγκοσλαβική Ντιναμό Ζάγκρεμπ. Στο τέλος της σεζόν, ονομάστηκε ως ο Ποδοσφαιριστής της Χρονιάς, διαδεχόμενος τον αδελφό του, ο οποίος είχε κερδίσει το βραβείο το προηγούμενο έτος. Ανέπτυξε ένα νέο τέχνασμα για τη σεζόν 1967/68 με το να στέκεται δίπλα στον τερματοφύλακα κατά τις εκτελέσεις κόρνερ για να τον εμποδίζει να βγαίνει και να μαζεύει την μπάλα. Αυτό δημιούργησε πανικό στις άμυνες των αντιπάλων και εξακολουθεί να είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη τακτική στη σύγχρονη εποχή.
Ωστόσο, για δεύτερη διαδοχική σεζόν η Λιντς τερμάτισε 4η και αποκλείστηκε από το Κύπελλο στον ημιτελικό, αυτή τη φορά χάνοντας με 0-1 από την Έβερτον στο Ολντ Τράφορντ. Τελικά, κέρδισε σημαντικές διακρίσεις νικώντας την Αρσεναλ 1-0 στον τελικό του Λιγκ Καπ, ενώ στη συνέχεια κατέκτησε το Κύπελλο Διεθνών Εκθέσεων μετά από την νίκη με 1-0 στο Ίλαντ Ρόουντ και το 0-0 στη Βουδαπέστη με την Φερεντσβάρος, κατακτώντας το πρώτο της ευρωπαϊκό τρόπαιο. Βοήθησε τη Λιντς στον πρώτο της τίτλο πρωταθλητή, το 1968/69, καθώς ηττήθηκε σε μόλις δύο παιχνίδια για να ολοκληρώσει 6 βαθμούς μπροστά από τη δεύτερη Λίβερπουλ. Εξασφάλισε τον τίτλο με μια λευκή ισοπαλία στο Άνφιλντ στις 28 Απριλίου και ο Τσάρλτον αργότερα θυμήθηκε τους οπαδούς της Λίβερπουλ που χαϊδευτικά τον αποκαλούσαν «μεγάλη βρώμικη καμηλοπάρδαλη» και ότι ο προπονητής της, ο Μπίλι Σάνκλι (Bill Shankly) πήγε στα αποδυτήρια της Λιντς μετά τον αγώνα για να τους πει ότι ήταν «άξιοι πρωταθλητές».
Άνοιξε τη σεζόν 1969/70 με τη νίκη 2-1 νίκη επί της Μάντσεστερ Σίτι για το Τσάριτι Σιλντ και πήγε για να κερδίσει το τρεμπλ -το πρωτάθλημα, το Κύπελλο και το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Ωστόσο, έχασαν και τα τρία τρόπαια, στα παιχνίδια προς το τέλος της σεζόν. Ο τίτλος πρωταθλήματος ήταν ο πρώτος που γλίστρησε από τα χέρια τους, καθώς η Έβερτον έχτισε ένα αξεπέραστο προβάδισμα. Στη συνέχεια αποκλείστηκαν από το Κύπελλο Πρωταθλητριών μετά από τη συνολική ήττα 1-3 από την Σέλτικ, συμπεριλαμβανομένης της ήττας 1-2 στο Χάμπντεν Παρκ της Γλασκώβης, μπροστά από ένα πλήθος-ρεκόρ για αγώνα της UEFA των 136.505 θεατών. Έπαιξαν 2 επαναληπτικούς για να αποκλείσουν τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στα ημιτελικά του Κυπέλλου, με τον Μπίλι Μπρέμνερ να σκοράρει το μοναδικό γκολ σε 300 λεπτά ποδοσφαίρου, αλλά έχασε με 1-2 στον επαναληπτικό τελικό από την Τσέλσι μετά το αρχικό 2-2, αγώνα στον οποίο ο Τσάρλτον άνοιξε το σκορ.
Προκάλεσε μια διαμάχη νωρίς τη σεζόν 1970/71, καθώς σε μια συνέντευξη είπε ότι είχε κάποτε ένα «μικρό μαύρο βιβλίο» με τα ονόματα των παικτών στους οποίους σκόπευε να βλάψει ή ακριβώς να πάρει κάποια μορφή εκδίκησης κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του. Τιμωρήθηκε από την Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία και ο ίδιος παραδέχθηκε ότι αν και ποτέ δεν είχε στην πραγματικότητα ένα τέτοιο βιβλίο, αντίθετα είχε μια σύντομη λίστα με τα ονόματα στο κεφάλι του για τους παίκτες που είχαν κάνει άσχημο τάκλιν πάνω του και ότι είχε την πρόθεση να τους αντιμετωπίσει σκληρά, αλλά δίκαια αν είχε την ευκαιρία να το κάνει. Η Λιντς τελείωσε τη σεζόν στη 2η θέση για άλλη μια φορά, καθώς η Άρσεναλ τους προσπέρασε με μια σειρά με 1-0 νίκες, παρά τη νίκη της Λιντς στον μεταξύ τους αγώνα, στο προτελευταίο παιχνίδι της σεζόν, όταν ο Τσάρλτον σκόραρε το νικητήριο γκολ. Η τελική συγκομιδή των 64 βαθμών ήταν ένα ρεκόρ για τη 2η στη βαθμολογία ομάδα. Κατά την τελευταία στην ιστορία διοργάνωση του Κυπέλλου Διεθνών Εκθέσεων, αφού έδωσε τη θέση του στο Κύπελλο UEFA, κατάφερε να εξασφαλίσει μια θέση στον τελικό εναντίον της Γιουβέντους. Με την ισοπαλία 2-2 στην Ιταλία και το 1-1 στο Ίλαντ Ρόουντ κατέκτησε το Κύπελλο με το εκτός έδρας γκολ. Είχαν την ευκαιρία να κρατήσουν το Τρόπαιο μόνιμα, αλλά ηττήθηκαν με 1-2 από την Μπαρτσελόνα στο Καμπ Νου στο παιχνίδι play-off για το τρόπαιο.
Η Λιντς τερμάτισε στη 2η θέση τη σεζόν 1971/72 για τρίτη συνεχή φορά, αυτή τη φορά καταλήγοντας μόλις ένα βαθμό πίσω από τη πρωταθλήτρια Ντέρμπι Κάουντι, αφού ηττήθηκαν από τη Γουλβς στο Μολινό την τελευταία ημέρα της σεζόν. Ωστόσο, ο Τσάρλτον κατάφερε να ολοκληρώσει τη λίστα των εθνικών τίτλων του, όταν νίκησαν την Άρσεναλ με 1-0 στο τελικό του Κυπέλλου. Περιορίστηκε σε 25 εμφανίσεις στη σεζόν 1972/73 και υπέστη έναν τραυματισμό στον ημιτελικό του Κυπέλλου εναντίον της Γουλβς, που του έληξε πρόωρα τη σεζόν. Μετά την αποτυχία να ανακτήσει την ικανότητά του για τον τελικό, ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την ενεργό δράση. Ο Πολ Μέιντλι έπαιξε στη θέση του, αλλά ο Γκόρντον ΜακΚουίν (Gordon McQueen) είχε υπογράψει ως μακροπρόθεσμος αντικαταστάτης του. Συνοπτικά ο Τζάκι Τσάρλτον βοήθησε τη Λίντς στην άνοδο στην Α’ Κατηγορία την περίοδο 1963/64, στην κατάκτηση του τίτλου της σεζόν 1968/69, του Λιγκ Καπ του 1968, του Τσάριτι Σιλντ του 1969, του Κυπέλλου Αγγλίας του 1972 και 2 φορές του Κυπέλλου Διεθνών Εκθέσεων (1968 και 1971 )!
Κέρδισε ακόμη μια άνοδο από τη Β 'Κατηγορία, το 1955/56 ως επιλαχών, άλλες 5 φορές τερμάτισε στη δεύτερη θέση του πρωταθλήματος, ήταν δύο φορές φιναλίστ στο Κύπελλο Αγγλίας και άλλη μια σε τελικό του Κυπέλλου Εκθέσεων. Τελείωσε τη ποδοσφαιρική του καριέρα, στην ηλικία των 38 ετών, μετά από 773 συνολικές ανταγωνιστικές εμφανίσεις για τα «παγώνια», εκ των οποίων οι 629 ήταν για το πρωτάθλημα! Το 2006, οι οπαδοί της Λιντς Γιουνάιτεντ τον επέλεξαν στην ιδανικότερη 11άδα Όλων των Εποχών για τον σύλλογο.
Χρίστηκε διεθνής με την εθνική ομάδα της Αγγλίας, λίγο πριν από τα 30α του γενέθλια. Κλήθηκε από τον Άλφ Ράμσεϊ (Alf Ramsey) για έναν αγώνα εναντίον της Σκωτίας, στις 10 Απριλίου του 1965 που έληξε ισόπαλος 2-2. Σημείωσε το πρώτο διεθνές γκολ του, στις 26 Ιουνίου του 1965, όταν η Αγγλία νίκησε με 3-0 της Φινλανδία στο Ολυμπιακό Στάδιο του Ελσίνκι. Σκόραρε 6 γκολ σε 35 διεθνείς αγώνες και εμφανίστηκε σε δύο Παγκόσμια Κύπελλα και ένα Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Έπαιξε στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1966, κατακτώντας το τρόπαιο με τη νίκη επί της Δυτικής Γερμανίας με 4-2 και βοήθησε την Αγγλία να καταλάβει την τρίτη θέση στο Euro του 1968. Κατέκτησε 4 φορές το βρετανικό εσωτερικό πρωτάθλημα και στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, στο Μέξικο, ήταν μέλος της ομάδας. Όντας όμως, στα 35 του χρόνια δεν είναι πλέον πρώτη επιλογή. Σε αυτό το τουρνουά έκανε την 35η και τελευταία διεθνή συμμετοχή του, στη φάση των ομίλων εναντίον της Τσεχοσλοβακίας.
Αμέσως μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας, έγινε προπονητής στην Μίντλεσμπρο, την οποία οδήγησε στον τίτλο της Β' Κατηγορίας, την περίοδο 1973/74, κερδίζοντας τον τίτλο του Προπονητή της Χρονιάς, στην πρώτη του σεζόν. Συνέχισε με την «Μπορο» ως μια σταθερή ομάδα στην κορυφαία αγγλική κατηγορία, πριν παραιτηθεί τον Απρίλιο του 1977. Τον Οκτώβριο του 1977, ανέλαβε την Σέφιλντ Γουένσντεϊ και οδήγησε τον σύλλογο στην άνοδο από τη Γ’ Κατηγορία, τη σεζόν 1979/80. Άφησε τις «κουκουβάγιες», τον Μάιο του 1983, επιστρέφοντας στη Μίντλεσμπρο ως μάνατζερ-προπονητής, στο τέλος της σεζόν 1983/84. Εργάστηκε στη Νιούκαστλ για τη σεζόν 1984/85 και στη συνέχεια έκανε την έκπληξη αναλαμβάνοντας την ιρλανδική ποδοσφαιρική ομάδα, η οποία προηγουμένως αντιπροσώπευε τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό θα αλλάξει υπό την καθοδήγησή του!
Ανέλαβε την εθνική ομάδα της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας, τον Φεβρουάριο του 1986 και τους οδήγησε στη πρόκριση στο Euro του 1988, κερδίζοντας μάλιστα την Αγγλία στο πρώτο παιχνίδι στους ομίλους. Συμμετείχε στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1990, όπου έφτασαν στα προημιτελικά. Έχασε για λίγο την πρόκριση στο Euro του 1992 στη Σουηδία και ήταν παρών στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994, όπου νίκησαν στους Ιταλούς για να αποκλειστούν από τους Ολλανδούς στους 16. Παραιτήθηκε τον Ιανουάριο του 1996, ύστερα από τον αποκλεισμό από το Euro του 1996.
Χρίστηκε Ιππότης το 1974 και το 1996 του απονεμήθηκε τιμητικά η ΠΛΗΡΗΣ ιρλανδική υπηκοότητα, που είναι η υψηλότερη τιμή του ιρλανδικού κράτος και σπάνια χορηγείται. Εγκαταστάθηκε στο αγγλικό ποδοσφαιρικό Hall of Fame, το 2005, σε αναγνώριση της συνεισφοράς του στο αγγλικό ποδόσφαιρο. Το 1996, αποκάλυψε στην αυτοβιογραφία του ότι είχε μια τεταμένη σχέση με τον αδελφό του Μπόμπι, θεωρώντας ότι άρχισε να απομακρύνεται από την οικογένεια Τσάρλτον μετά το γάμο του. Ο Μπόμπι δεν είδε τη μητέρα του από το 1992 μέχρι το θάνατό της στις 25 Μαρτίου του 1996, ως αποτέλεσμα της διαμάχης, αν και παρευρέθηκε στην κηδεία της. Είναι παντρεμένος και έχει τρία παιδιά.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου