Ο Μίμης Καμπέρος το 1912. «Οταν έκανα τα διάφορα επικίνδυνά μου», γράφει ο ίδιος, «όλοι πάγωναν από τον φόβο και δεν ήταν διατεθειμένοι να με ακολουθήσουν. Εγώ όμως το διασκέδαζα γιατί έκανα τσαλίμια στον Χάρο και του ξέφευγα ! Το ήξερα πολύ καλά αυτό, αλλά οι άλλοι δεν το πολυχώνευαν. Ηταν τόσο πρωτότυπα, που τα ονόμασαν "ακροβατικά Καμπέρου"»
Ενα ζεστό πρωινό του Ιουλίου του 1941, ο Δημήτριος (Μίμης) Καμπέρος, πενήντα οκτώ ετών τότε, και αποστρατευμένος αεροπόρος με τον βαθμό του επισμηναγού, δέχεται μιαν ενοχλητική επίσκεψη στο σπίτι του, στην Πειραϊκή. Μια γερμανική περίπολος έχει έρθει για να τον συλλάβει. Ο Καμπέρος αρνείται να παραδοθεί, επιμένοντας πως, κατά το στρατιωτικό πρωτόκολλο, μόνον έναν αξιωματικός του ιδίου βαθμού μπορεί να τον συλλάβει. Οι Γερμανοί δείχνουν σεβασμό και αποχωρούν.
Την επομένη, χτυπάει και πάλι η πόρτα του Καμπέρου. Αυτή τη φορά είναι ένας επισμηναγός της Λουφτβάφε. Ο Ελληνας αεροπόρος παραδίδει τα όπλα του και οδηγείται στο αρχηγείο της Λουφτβάφε όπου ανακρίνεται σχετικά με τη φημολογούμενη αντιστασιακή δράση Ελλήνων αξιωματικών της Αεροπορίας. Ο πεισματάρης Πειραιώτης αρνείται να συνεργαστεί και οι Γερμανοί του επιτρέπουν να φύγει.
Με τη σκηνή αυτή ξεκινά την αφήγηση του βιβλίου της «Δημήτριος Καμπέρος. Ο "Τρελοκαμπέρος". Η ζωή του πρώτου Ελληνα στρατιωτικού αεροπόρου», που κυκλοφόρησε μέσα στο 2014, η Αντιγόνη Καμπέρου, της οποίας ο πατέρας ήταν ανιψιός του πρωτοπόρου (για τα ελληνικά δεδομένα) ιπτάμενου χειριστή.
Ο χαρακτηρισμός «Τρελοκαμπέρος» έχει επιζήσει έως σήμερα, δηλωτική του παράτολμου ανθρώπου και μέσα από το συναρπαστικό χρονικό που καταγράφεται στο βιβλίο -ένα μείγμα ιστοριογραφίας, βιογραφίας και μυθοπλασίας- επιβεβαιώνεται ο θρύλος.
Από οικογένεια αγωνιστών
Γεννημένος στην Υδρα το 1883, από οικογένεια αγωνιστών του 1821, και μεγαλωμένος στον Πειραιά, ο νεαρός Καμπέρος εισήλθε πρώτος στη Σχολή Ευελπίδων στο γύρισμα του αιώνα απ’ όπου αποφοίτησε το 1905 ως ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού, με την 5η τάξη των Ευέλπιδων. Λίγα χρόνια μετά, το 1911, η συμφωνία της κυβέρνησης Βενιζέλου με την αντίστοιχη γαλλική για τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού στρατεύματος, οδήγησε στη δημιουργία αεροπορικής υπηρεσίας στους κόλπους του Στρατού.
Ούτε δέκα χρόνια δεν είχαν περάσει από την ιστορική πτήση των αδελφών Ράιτ και μετά τους Αμερικανούς, τόσο οι Γάλλοι όσο και οι Βρετανοί, πολύ γρήγορα είδαν ότι στο αεροπλάνο βρισκόταν το μέλλον.
Το εκσυγχρονιστικό πνεύμα των κυβερνήσεων Βενιζέλου αγκάλιασε την αεροπορική ιδέα και μετά τη σύμβαση που υπογράφηκε με τον γαλλικό Οίκο Φαρμάν, η Ελλάδα αγόρασε διπλάνα τύπου Ανρί Φαρμάν έναντι 123.000 φράγκων.
Μόνο που κάποιοι έπρεπε να πετούν αυτά τα νέα αεροπλάνα και αμέσως το υπουργείο των Στρατιωτικών εξέδωσε εγκύκλιο που απευθυνόταν σε νεαρούς αξιωματικούς της Σχολής Ευελπίδων. Εννοείται πως μεταξύ αυτών που δήλωσαν ενδιαφέρον ήταν ο Καμπέρος, ο οποίος, μαζί με τους Μιχαήλ Μουτούση και Χρήστο Αδαμίδη, εστάλησαν στη Γαλλία για εκπαίδευση – αυτή ήταν η πρώτη εκπαιδευτική στρατιωτική αποστολή στην αεροπορική Σχολή Φαρμάν, στο Ετάμπ, 45 χιλιόμετρα έξω από το Παρίσι. Σε αυτούς τους τρεις θα προστεθεί και ο Παναγιώτης Νοταράς και η συγκεκριμένη τετράδα θα θέσει τις βάσεις για την ιστορία της πολεμικής αεροπορίας στη χώρα μας.
Στο μεταξύ, πίσω στην Ελλάδα, ένας ιδιώτης αεροπόρος, ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος, θα καταπλήξει τους Αθηναίους με το ιδιωτικό του μονοπλάνο: στις 8 Φεβρουαρίου του 1912, πετά πάνω από το Θησείο και το Ρουφ για ένα περίπου τέταρτο. Η ώρα του Καμπέρου όμως θα σημάνει στις 14 Μαΐου της ίδιας εκείνης χρονιάς, όταν θα απογειωθεί από το Παλαιό Φάληρο για να συντριβεί όμως κοντά στο Καπανδρίτι και ο ίδιος να επιζήσει ως εκ του θαύματος, αρπάζοντας ένα ποδήλατο για να βρει τους μηχανικούς του και να σπεύσουν όλοι μαζί στο σημείο της πτώσης και να επισκευάσουν το αεροπλάνο.
«Ημουνα αστείος, ένας αεροπόρος με τραγιάσκα φορεμένη ανάποδα και προσκοπικές κάλτσες πάνω σε... ποδήλατο», γράφει ο ίδιος. Το αεροπλάνο επισκευάζεται και δίχως να πτοηθεί ο Καμπέρος πετάει την επομένη κι έκτοτε οι επιδείξεις του πάνω από την Αττική, με τα δεξιοτεχνικά του ακροβατικά (για τα δεδομένα της εποχής) θα προσελκύσουν πλήθος κόσμου ο οποίος παρακολουθεί έναντι ενός... δίφραγκου.
Σύμφωνα με τη «Σκριπ», στις 24 Μαΐου του 1912: «Νέα πτήσις του Καμπέρου εκ του αεροδρομίου του Ζωολογικού Κήπου· μετέβη εις Φρεαττύδα όπου έκανε διαφόρους ελιγμούς άνωθεν της οικίας του». Ηταν σε μια από αυτές τις πτήσεις που οι Πειραιώτες, χαζεύοντας τον πρωτοπόρο χειριστή, τον αποκάλεσαν «Τρελοκαμπέρο» και το παρατσούκλι έμεινε, καθώς ο Καμπέρος συνέχισε να πετάει και να περνά ξυστά σχεδόν πάνω από τις στέγες των σπιτιών, συχνά πάνω από το δικό του, στον Πειραιά.
«Αισθανόμουν ότι εκτός από τη δική μου προσωπική τέρψη, μάγευα και τα πλήθη. Ο αθηναϊκός λαός έσπευσε σαν ορμητικός χείμαρρος να καταλήξει στο αεροδρόμιο του Φαλήρου όπως το ποτάμι ρίχνει τα νερά του στο Δέλτα», γράφει ο ίδιος.
Ο Μίμης Καμπέρος είναι για την εποχή εκείνη και τον αθηναϊκό κόσμο αυτό που σήμερα αποκαλούμε talk of the town – στο επίκεντρο των συζητήσεων. Και όχι μόνο για τις αεροπορικές του επιδόσεις. Η Αντιγόνη Καμπέρου γράφει στο βιβλίο της ότι ο υπολοχαγός Καμπέρος «ήταν ένας αληθινός κύριος με τις δεσποινίδες. Τις κολάκευε, ήξερε να φέρεται σωστά στις γυναίκες, μονίμως εξυπηρετικός και αβρός με τις κινήσεις του.
Τις χόρευε βαλς τις γλυκιές υπαίθριες καλοκαιριάτικες βραδιές που οργάνωναν στο Φάληρο. Φλέρταρε με πολλές και πολλές "έλιωναν" με τις φιλοφρονήσεις του και τη γαλλική ευγένειά του». Ενας «ήρωας του καιρού του», πρωτοπόρος και στις πτήσεις με υδροπλάνα (πέταξε ώς την Υδρα και επέστρεψε στον Πειραιά μέσα σε λιγότερο από σαράντα λεπτά), τόσο που και ο σατυρικός χρονικογράφος Σουρής τον μνημονεύει στις ρίμες του: «Ας γενεί καθείς Καμπέρος/κι ας αφήσωμεν εγκαίρως/κάθε δράσιν επιγείαν».
Ο Μίμης Καμπέρος θα λάβει μέρος ως ιπτάμενος χειριστής και στους Βαλκανικούς Πολέμους, πραγματοποιώντας αναγνωριστικές πτήσεις πάνω από εχθρικές περιοχές, βομβαρδίζοντας επίσης τα τμήματα του εχθρού με αυτοσχέδιες βόμβες, ενώ αργότερα θα παίξει ρόλο-κλειδί στην ίδρυση και τη δημιουργία της σημερινής Σχολής Ικάρων.
Μάλιστα, αυτός φαίνεται πως είχε την ιδέα της χρήσης της λέξης «Ικαρος» για την ελληνική Σχολή Αεροπορίας, όταν μετά το θανατηφόρο αεροπορικό ατύχημα του επίσης πρωτοπόρου Αλέξανδρου Καραμανλάκη, ο Κωστής Παλαμάς αφιέρωσε ένα ποίημα στον τελευταίο με τον τίτλο «Ικαρος» (την τελική απόφαση για την ονομασία της Σχολής θα πάρει αργότερα ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος). Το ακαδημαϊκό έτος 1932-33, ο Καμπέρος υπηρέτησε και ως υποδιοικητής της Σχολής, για να αποστρατευθεί πια το 1934.
Ο αεικίνητος, ανήσυχος και ακούραστος αυτός άνθρωπος δεν δημιούργησε ποτέ οικογένεια. Συνέχισε τον εργένικο βίο, συχνάζοντας σε ψαροταβέρνες στον Αγιο Νείλο και στο Χατζηκυριάκειο και αναλαμβάνοντας την εκπαίδευση της αερολέσχης στο Παλαιό Φάληρο (της πρώτης στην Ελλάδα, την οποία εκείνος ίδρυσε), ωστόσο, του έμεινε μια πικρία, ότι η προσφορά του δεν αναγνωρίστηκε όσο θα έπρεπε από το ελληνικό κράτος. Το τέλος του, καταμεσής της Κατοχής, στις 2 Φεβρουαρίου του 1942, ήρθε ήσυχα, αθόρυβα, διακριτικά, σε αντίθεση με τον πρότερο βίο του, αφού βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του.
Είχε πεθάνει μόνος σε ηλικία πενήντα εννέα ετών. Λίγο καιρό πριν έγραφε: «Πλησιάζω τα εξήντα. Γέρασα. Εκανα τόσα πολλά και τίποτε δεν έκανα. Δεν παντρεύτηκα. Δεν έκανα ένα παιδί. Πολλοί είπαν ότι παντρεύτηκα την Ελλάδα και της γέννησα πλήθος νίκες. Είναι όμως έτσι; Ή μήπως η κρυφή μου ερωμένη ήταν η Αεροπορία»;
Στιγμές από τους Βαλκανικούς
«Σε μιαν άλλη πτήση στις 11 Οκτωβρίου, ημέρα Παρασκευή, εισχώρησα σε βάθος 60 χλμ. εντός του εχθρικού εδάφους, βαλλόμενος από εχθρικά πυρά. Αυτό απετέλεσε σημαντικότατο επίτευγμα για την εποχή εκείνη όταν τα αεροσκάφη ήταν κατασκευασμένα από καλάμια "μπαμπού", των οποίων οι ευπαθείς κινητήρες υπέκειντο σε συνεχείς βλάβες, ενώ εγώ καθόμουν στο κενό ανάμεσα σε δύο δοκίδες. Ηταν μια θαυμάσια πτήση η οποία μου έδωσε τη δυνατότητα να εισέλθω στο κέντρο του εχθρικού εδάφους και μάλιστα στο τουρκικό πυροβολικό το οποίο δεν δίστασε να με κάνει κόσκινο, αλλά ευτυχώς δεν έπαθα τίποτα. Αλλη μια φορά όπως τόσες, είχα άγιο. Γύρισα πίσω στο στρατόπεδο, πίσω στην Ελασσόνα, έχοντας δει τις θέσεις του εχθρού, τα εφόδιά του και τον αριθμό των στρατιωτών έτσι ώστε να μεταφέρω όλες αυτές τις πολύτιμες πληροφορίες για την επίθεση του Στρατού μας στην Ελασσόνα».
Σε μιαν άλλη περίπτωση, γράφει ο Καμπέρος: «Τους πρώτους μήνες του πολέμου ήμουν αεικίνητος. Μια στη Λάρισα, για να επιβλέπω τη συγκρότηση του Λόχου, μια στην Αθήνα, για να επιβλέπω την κατασκευή αεροπορικών βομβών που θα τις χρησιμοποιούσαμε ρίχνοντάς τις από ψηλά. Ηταν κάτι σαν χειροβομβίδες του μισού κιλού η κάθε μία, τις οποίες τις κατασκευάζαμε, για να τις ρίξουμε στον εχθρό κατόπιν κατοπτεύσεως. Δοχεία βενζίνης, που με την κρούση τους στο έδαφος θα αναφλέγονταν και θα δημιουργούσαν απώλειες στον εχθρό. (...) Με μια δαγκωνιά η περόνη απελευθερωνόταν και η χειροβομβίδα έφευγε για το σύντομο της ταξίδι και όταν θα έσκαγε θα κατέστρεφε κάτι ή κάποιον. (...) Ξαφνικά ανακάλυψα, ότι πίσω από κάποιες φυλλωσιές είχαν κρύψει τα μυδράλια και από αυτά έριχναν και σκότωναν τους δικούς μας. Πέταξα από πάνω τους και με τις τέσσερις χειροβομβίδες που έριξα, ήταν αρκετές για να τα διαλύσω».
Αγάπη για ζώα και... «καύσιμα»
Η Αντιγόνη Καμπέρου γράφει στο βιβλίο της ότι ο Μίμης δεν ήταν «Τρελοκαμπέρος» μόνον στον αέρα. «Είχε δημιουργήσει και ένα ιδιωτικό μπαρ», σημειώνει, «που διέθετε σε φίλους για να πίνουν. Οι περίφημες σπονδές, όπως με τον Πελοπίδα Φράγκου, μέγα πότη στα αεροπορικά χρονικά, έμειναν αξέχαστες». Ο ίδιος ο Καμπέρος θυμάται: «Το πιοτό μου καθάριζε το μυαλό και νομίζεις ότι μου ξυπνούσε το κορμί για περισσότερες αιθέριες εφορμήσεις. Αυτό το έβλεπαν οι συνάδελφοί μου και βιάστηκαν να με κατηγορήσουν ότι εγώ κατέβαζα ό,τι έβρισκα και όταν μου τέλειωναν οι μπίρες και τα ουίσκι κατέβαζα και... πετρέλαιο ! Πάντα προμηθευόμουν τα "υγρά μου καύσιμα", ποτέ δεν ξέμενα! Αλλά ήμουν αγύριστο κεφάλι, αρβανίτικο! Οταν έπινα, έπινα. Ηταν σοβαρή υπόθεση! Και μάλιστα τις περισσότερες φορές το ποτό συνοδευόταν από εναέρια αναμέτρηση. Παραβγαίναμε με ακροβατικά μέχρι που ένας από τους δυο μας (σ.σ. τον Φράγκου) δεν τα καταφέρει».
Ο Καμπέρος όμως είχε και ιδιαίτερη αδυναμία στα άνθη αλλά και τα ζώα, φροντίζοντας γάτους και σκύλους. Γράφει η Αντιγόνη Καμπέρου: «Αγρίευε και έβριζε όποιον τολμούσε να τα πειράξει γιατί ήταν γενικά αθυρόστομος. Μια φορά ο Καμπέρος επέβαλε ποινή σε έναν σμηνίτη και ο λόγος ήταν γιατί: "Τον σμηνίτη Γ. Κ. τον τιμωρώ με πενθήμερον φυλάκισιν γιατί με υπερβάλλουσαν ανδρικήν γενναιότητα ελιθοβόλησεν ανυπεράσπιστον θήλυ κυνάριον». Ο ίδιος ο Καμπέρος θυμάται: «Μια φορά, ανάμεσα στους αεροπόρους υπήρχε και ένας σμηνίτης καράβλαχος που είχε κατέβει από κάποιο βουνό και όπως ήταν σκληρός με τα ζώα κακομεταχειρίστηκε την σκυλίτσα τη δικιά μου, που ήταν και έγκυος. Οταν το έμαθα, έγινα έξαλλος! Του έδωσα πέντε μέρες φυλακή και τον τιμώρησα σκληρά και για παραδειγματισμό γιατί όπως έγραψα και στην αναφορά μου "χειροδίκησε εναντίον ανυπεράσπιστου σκύλου με περισσή αρρενωπότητα και βία και μάλιστα σε θήλυ και κυοφορούσα!"».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου