Ο τελικός της 9ης Ιουνίου 1979 ήταν για τον Πανιώνιο κάτι παραπάνω από ένα παιχνίδι στο οποίο διεκδικούσε το Κύπελλο Ελλάδας. Ογδόντα εννέα ολόκληρα χρόνια μετά την ίδρυσή του και πενήντα επτά μετά τον ξεριζωμό, ο ιστορικός σύλλογος από τη Σμύρνη έμοιαζε να βρίσκεται κατάφατσα με τη μεγάλη ευκαιρία της ιστορίας του. Όχι επειδή είχε εύκολο αντίπαλο στον τελικό. Κάθε άλλο. Απλώς, ο ίδιος ο Πανιώνιος έδειχνε εκείνο το διάστημα, με τον Πάνο Μάρκοβιτς προπονητή, να ξεπερνάει τις συνηθισμένες δυνάμεις του. Ογδόντα εννέα ολόκληρα χρόνια μετά την ίδρυσή του και πενήντα επτά μετά τον ξεριζωμό, ο ιστορικός σύλλογος από τη Σμύρνη έμοιαζε να βρίσκεται κατάφατσα με τη μεγάλη ευκαιρία της ιστορίας του. Αρχικά με ένα εντυπωσιακό ντεμαράζ κατάφερε να κρατηθεί στην Α’ Εθνική, γνωρίζοντας μόνο μία ήττα στα τελευταία εννέα ματς. Παράλληλα, έκανε τρελά πράγματα στο Κύπελλο. Στα προημιτελικά είχε αποκλείσει τον πανίσχυρο Άρη με 5-1 στη Νέα Σμύρνη, ανατρέποντας το 5-2 με το οποίο είχε συντριβεί στη Θεσσαλονίκη. Και στα ημιτελικά τα κατάφερε και κόντρα στον Ολυμπιακό, ύστερα από δύο συγκλονιστικά παιχνίδια (νίκη 2-1 στη Νέα Σμύρνη, ήττα 3-2 στο Φάληρο με χαμένο πέναλτι του Ολυμπιακού στο 90’). Στον τελικό, η ΑΕΚ φάνταζε για τον Πανιώνιο ακόμα πιο ισχυρή, με τους Θωμά Μαύρο και Ντούσαν Μπάγεβιτς στα ντουζένια τους και τον αγέραστο Μίμη Δομάζο σε καλή φόρμα. Λίγοι έδιναν ελπίδες στους «κυανέρυθρους», ακόμα κι αν τους είχαν κάνει εντύπωση οι επικές προκρίσεις τους στους δύο προηγούμενους γύρους. Το γκολ του Τάσου μόλις στο 3ο λεπτό και η γενικότερη εικόνα του τελικού στο ξεκίνημα, έμοιαζε να δικαιώνει όσους πίστευαν σε άνετη επικράτηση του φαβορί. Όμως, ο Πανιώνιος δεν είχε πει την τελευταία του λέξη. Ήταν γραφτό εκείνη τη μέρα να έρθει η καταξίωση, ο τίτλος που έλειπε από το παλμαρέ του. Μετά το αρχικό μούδιασμα που απέφερε το γκολ της ΑΕΚ, αντέδρασε σθεναρά και με μπροστάρη τον ταχύτατο δεξιό εξτρέμ Νίκο Αναστόπουλο, ο οποίος έκανε ό,τι ήθελε τον τραυματισμένο από το 10’, Χρήστο Αρδίζογλου, έχασε ευκαιρίες για γκολ. Τα πρώτα προειδοποιητικά μηνύματα είχαν σταλεί. «Φέραμε το αγγλικό ποδόσφαιρο στην Ελλάδα», ήταν η ατάκα του Μάρκοβιτς λίγα λεπτά μετά την απονομή και η οποία περιέγραφε αυτό που είχε πετύχει ο Πανιώνιος, κόντρα στα προγνωστικά και τη λογική. Ωστόσο, κανείς στον Πανιώνιο δεν περίμενε ότι το δεύτερο ημίχρονο θα εξελισσόταν σε… πάρτι. Το μυστικό ήταν διπλό. Η γρήγορη ισοφάριση από τον δαιμόνιο Νίκο Αναστόπουλο (51’), έδωσε στους «κυανέρυθρους» το κουράγιο να πιστέψουν ακόμα περισσότερο στη νίκη. Επίσης, η είσοδος στον αγώνα του πολύπειρου Βασίλη Μωραϊτέλη, έδωσε στο κέντρο του Πανιωνίου τη συνοχή που χρειαζόταν για να διατηρήσει τον έλεγχο του παιχνιδιού. Έτσι, οι «κυανέρυθροι» υπερείχαν σαφώς και μάλιστα πέτυχαν όχι ένα, αλλά δύο τέρματα με τα οποία σιγούρεψαν τον θρίαμβο. Πρώτα στο 67’ με τονΛίμα, ύστερα από φάση διαρκείας και αλλεπάλληλα λάθη των παικτών της «Ενωσης». Και στο 84’ με τον αείμνηστο Γιάννη Παθιακάκη, ο οποίος με ένα περίεργο σουτ αξιοποίησε την κάκιστη έμπνευση του Λάκη Στεργιούδα για έξοδο σε ένα σημείο στο οποίο ο κυνηγός του Πανιωνίου δεν φαινόταν να είναι επικίνδυνος. Ενδιάμεσα, στο 71’, είχε αποβληθεί ο Τάσος για εκτός φάσης χτύπημα στον Μαυρίκη, ενώ στο 78’ ο Μαύρος έχασε απίστευτη ευκαιρία για την ισοφάριση, αστοχώντας σε τετ α τετ από το ύψος της μικρής περιοχής. Η ουσία, όμως, ήταν ότι ο Πανιώνιος ήταν ανώτερος και με το επιβλητικό 3-1 αναδείχθηκε άξιος Κυπελλούχος Ελλάδας για πρώτη φορά στην ιστορία του! Ήταν ένα θαύμα, το οποίο φέρει σε μεγάλο βαθμό τη σφραγίδα του σπουδαίου προπονητή, Πάνου Μάρκοβιτς. «Φέραμε το αγγλικό ποδόσφαιρο στην Ελλάδα», ήταν η ατάκα του Μάρκοβιτς λίγα λεπτά μετά την απονομή και η οποία περιέγραφε αυτό που είχε πετύχει ο Πανιώνιος, κόντρα στα προγνωστικά και τη λογική.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου