Ο Αργεντίνος επιθετικός ή και μεσοεπιθετικός Χοσέ Μανουέλ Μορένο (Jose Manuel Moreno Fernandez), γεννήθηκε στις 3 Αυγούστου του 1916 στη πρωτεύουσα της Αργεντινής, το Μπουένος Άιρες. Με το παρατσούκλι «El Charro», έπαιξε για αρκετούς συλλόγους στην Αργεντινή, το Μέξικο, τη Χιλή και την Κολομβία. Για πολλούς που τον είδαν να παίζει, αυτός είναι ο Καλύτερος Παίκτης Όλων Των Εποχών, ακόμη καλύτερος από ότι ο Πελέ (Edson Arantes do Nascimento, “Pelé”) και ο Αλφρέντο Ντι Στέφανο (Alfredo Stéfano Di Stéfano Laulhé) και ήταν ο πρώτος ποδοσφαιριστής στην ιστορία του παιχνιδιού που κατέκτησε τίτλους πρωταθλητή σε 4 χώρες, κάτι που πολύ αργότερα θα πετύχουν ο Τσέχος Γίρι Γιάροσικ (Jiri Jarosik) και ο Ριβάλντο (Rivaldo Vítor Borba Ferreira). Υπήρξε το πολυτιμότερο εξάρτημα της περίφημης «La Maquina» (Η Μηχανή) της Ρίβερ Πλέιτ, της ομάδας που οι ιστορικοί του ποδοσφαίρου θεωρούν την Καλύτερη που πάτησε ποδοσφαιρικό γρασίδι πάνω σ’ αυτόν τον πλανήτη, ανώτερη του Άγιαξ και της Ολλανδίας του Ρίνους Μίχελς και θεαματικότερη της Βραζιλίας του 1982, η οποία κυριάρχησε ποδόσφαιρο της Αργεντινής τη δεκαετία του 1940. Ήταν επίσης μέλος της εθνικής ομάδας της Αργεντινής που κατέκτησε 3 πρωταθλήματα της Νότιας Αμερικής (ο πρόγονος του Κόπα Αμέρικα) κατά τη διάρκεια της ίδιας δεκαετίας.
Θεωρείται από πολλούς ως ένας πλήρης ποδοσφαιριστής. Το 1999, κατετάγη μεταξύ των 25 Καλύτερων Παικτών στον Κόσμο για τον 20ο Αιώνα και στους 5 Καλύτερους στη Νότια Αμερική, μέσα από μια δημοσκόπηση από την Διεθνή Ομοσπονδία Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου (IFFHS). Ήταν γνωστός ως παίκτης για την εξαιρετική τεχνική του κατάρτιση, την τακτική ευφυία του και τον οπορτουνισμό του στην περιοχή του πέναλτι. Παρά τη φήμη του ως μεγάλου πότη, φανατικού καπνιστή και αθλητή που απέφευγε την προπόνηση, ήταν επίσης γνωστός για την τρομερή αλτικότητά του και τις φυσικές ικανότητες.
Κατάφερε επί περίπου 20 χρόνια να πρωταγωνιστήσει σε ανταγωνιστικότατο επίπεδο. Μεγάλωσε στη γειτονιά του θρυλικού γηπέδου της Μπόκα Τζούνιορς, το «Λα Μπομπονέρα» και όπως ήταν λογικό, ήταν οπαδός της! Όταν ήταν 15 ετών δοκιμάστηκε στην αγαπημένη του ομάδα, αλλά τελικά απορρίφθηκε! «Μια μέρα θα το μετανιώσετε», ήταν τα μοναδικά του λόγια πριν αποχωρήσει για να δοκιμαστεί στην «μισητή» αντίπαλο, τη Ρίβερ Πλέιτ. Εκεί, διέκριναν αμέσως το ταλέντο του και στην ηλικία των 18 ετών, μαζί με άλλους παίκτες από τα τμήματα υποδομής του συλλόγου, επιλέχθηκε από τον υπεύθυνο προπονητή Εμέρικο Χίρστσλ (Emerico Hirschl) να μετάσχει σε μια περιοδεία στην Βραζιλία, παίζοντας το πρώτο ανταγωνιστικό διεθνές παιχνίδι του σκοράροντας εναντίον της Μποταφόγκο και μετά από 3 ημέρες ξανασκοράροντας στο 5-1 επί της Βάσκο ντα Γκάμα. Έκανε το ντεμπούτο του στην Αργεντίνικη Primera División, στις 17 Μαρτίου του 1935, σε μια νίκη 2-1 εναντίον της Πλατένσε, σκοράροντας ένα γκολ.
Η «La Maquina»
Ο Μορένο έγινε βασικό γρανάζι μιας σπουδαίας ομάδας η οποία έγινε γνωστή τότε ως η «La Maquina» (Η Μηχανή), μιας ομάδας που απέδωσε εξαιρετικό ποδόσφαιρο, κέρδισε τίτλους και θεωρείται η πρώτη ομάδα που καθιέρωσε το «Ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο» πολύ πριν τους Ολλανδούς του Ρίνους Μίχελς (Marinus "Rinus" Jacobus Hendricus Michels) και του Γιόχαν Κρόϊφ (Hendrik Johannes "Johan" Cruijff)! Εκείνη η ομάδα με προπονητή τον Χοσέ Μαρία Μινέλα (José María Minella) και αργότερα τον Κάρλος Πεουτσέλε (Carlos Desiderio Peucelle) και παίκτες αστέρες όπως τον Άνχελ Λαμπρούνα (Angel Amadeo Labruna), τον Χουάν Κάρλος Μουνιόθ (Juan Carlos Muñoz), τον Αντόλφο Πεντερνέρα (Adolfo Alfredo Pedernera Assalini), τον Φέλιξ Λουστάου (Félix Loustau) και τον Χοσέ Μανουέλ Μορένο, έφτασε στην κατάκτηση τεσσάρων πρωταθλημάτων (1941, 1942, 1945 και 1947), έχασε ένα πρωτάθλημα στο τέλος τερματίζοντας 2η αλλά κυρίως απέδωσε πανέμορφο ποδόσφαιρο, στο στυλ των Ολλανδών των 70’s, πολλά χρόνια μπροστά απ’ την εποχή του. Ο χαρακτηρισμός «Η μηχανή» μόνο ως κολακευτικός μπορεί να ερμηνευτεί για μια ομάδα που θεωρείται από τους αναλυτές ποδοσφαίρου και όσους την πρόλαβαν να αγωνίζεται, ως μία απ’ τις σπουδαιότερες ομάδες που έχουν πατήσει ποδοσφαιρικό γρασίδι!
Στην άμυνα υπήρχε το σύστημα «διαμάντι» καθώς μπροστά απ’ τον τερματοφύλακα υπήρχαν δύο στόπερ, ο Ρικάρντο Βάγκχι (Ricardo Alfredo Vaghi) και ο Μπερναμπέ Φερέιρα (Bernabé Ferreyra), μπροστά απ’ αυτούς δύο αμυντικοί μέσοι, ο Νορμπέρτο Γιάκονο (Norberto Antonio Yácono) και ο Ράμος και σε ελεύθερο ρόλο ο Μπρούνο Ροντόλφι (Renato Bruno Rodolfi) ή ο Νέστορ Ρόσσι (Néstor Raúl Rossi). Αυτό ήταν και το σύνηθες σύστημα της εποχής. Με μια διαφοροποίηση. Ο Χοσέ Μαρία Μινέλα είχε βρει στο πρόσωπο του στόπερ Βάγκχι τον άνθρωπο που οργάνωνε τέλεια ολόκληρη την αμυντική λειτουργία δίνοντας στους υπόλοιπους τρεις αμυντικούς το ελεύθερο να αλλάζουν θέσεις μπερδεύοντας τον αντίπαλο. Και εκεί αρχίζει το αγωνιστικό rotation της ομάδας με μοναδικό παίκτη που να μην αλλάζει θέση τον Βάγκχι. Οι πέντε επιθετικοί όχι μόνο άλλαζαν θέσεις αλλά έφταναν στην άμυνα να πάρουν μπάλες τη στιγμή που οι αμυντικού μέσοι γέμιζαν την επίθεση μαζί με το «δεκάρι» της ομάδας το Ροντόλφι. Για να καταλάβει κάποιος τι συνέβαινε πάνω-κάτω αρκεί να δει τα πρώτα λεπτά του τελικού του Μουντιάλ του 1974.
Εκείνη η ομάδα – στη μέρα της – δεν μπορούσε να ηττηθεί για κανένα λόγο. Το καλύτερο που μπορούσε να κάνει κάποιος ήταν να καθίσει και να την απολαύσει, κάτι που συνέβαινε αρκετές φορές και με τους αντιπάλους φιλάθλους και προπονητές. Λογικά και οι αντίπαλοι παίκτες το ίδιο έκαναν, αλλά αυτό δεν μπορούσε να το παραδεχθεί κανείς. Από εκείνη τη σπουδαία ομάδα πέρασε και ο νεαρός Αλφρέντο Ντι Στέφανο (Alfredo Stéfano Di Stéfano Laulhé) αν και την πρόλαβε όταν έκλεινε ο κύκλος αυτής και του φοβερού Αργεντίνικου ποδοσφαίρου των 40’s. Τη δεκαετία του 1950 πολλοί Αργεντίνοι αστέρες άφησαν τη χώρα για την Ευρώπη (όπως και ο Ντι Στέφανο) με άλλους να μεγαλουργούν και άλλους να μένουν στην αφάνεια. Όπως και να ‘χει εκείνη η Ρίβερ θα θεωρείται πάντα ως μια ανάμεσα στις κορυφαίες ομάδες και σε αυτές που άλλαξαν – και πήγαν πολλά βήματα παραπέρα – το άθλημα.
Η καριέρα
Αγωνιζόμενος κυρίως στη θέση του δεξιού επιθετικού και έχοντας δίπλα του παίκτες όπως τον Λαμπρούνα και τον Μουνιόθ, ο Μορένο χρόνο με τον χρόνο κέρδιζε τον θαυμασμό όλων των Αργεντίνων φιλάθλων. Οι αέρινες κινήσεις, οι εντυπωσιακές ντρίμπλες και τα δυνατά του σουτ ήταν τα χαρακτηριστικά που τον διέκριναν εντός του γηπέδου. Εκτός των τεσσάρων γραμμών, ο Μορένο απολάμβανε πάντα τη συντροφιά όμορφων γυναικών, ήταν μόνιμα με ένα ποτήρι αλκοόλ στο χέρι και σχεδόν ποτέ δεν γύρναγε σπίτι του πριν από τις 5 τα ξημερώματα! Σύμφωνα με τους συμπατριώτες του ο Μορένο που πιεζόταν συνέχεια να αλλάξει τρόπο ζωής υπέβαλε τον εαυτό του, για ένα μικρό διάστημα, σε ένα πείραμα. Όχι σεξ, όχι αλκοόλ, όχι ξενύχτι. Σταμάτησε μέχρι και να πίνει το... καθιερωμένο μπουκάλι με κόκκινο κρασί σε κάθε γεύμα του πριν από τους αγώνες! Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό, αφού παρουσίασε ένα απογοητευτικό πρόσωπο στους αγώνες, πραγματοποιώντας τα χειρότερά του παιχνίδια. Δεν άργησε να επανέλθει στις παλιές του συνήθειες.
Έπειτα από 9 χρόνια στη Ρίβερ και 4 πρωταθλήματα, ο Μορένο αποδέχθηκε το 1944 την πλουσιοπάροχη προσφορά της Εσπάνια από το Μεξικό, όπου κέρδισε ένα ακόμη πρωτάθλημα και έφυγε με το προσωνύμιο που τον ακολούθησε σε όλη του τη ζωή. Επέστρεψε στη Ρίβερ ως «El Charro» (=Τσάρο) που στα μεξικάνικα έχει την έννοια του καουμπόι και σε πιστή μετάφραση σημαίνει Ο Ιππέας, Ο Καβαλάρης. Στη δεύτερη θητεία του στη Ρίβερ από το 1946 έως το 1948, κέρδισε ακόμη ένα πρωτάθλημα και συνυπήρξε, έστω και για λίγο, με έναν άλλον μεγάλο μύθο του αργεντίνικου αλλά και του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, τον Αλφρέδο ντι Στέφανο. Οι δυο τους ανέπτυξαν μία σχέση δασκάλου - μαθητή, με τον Ντι Στέφανο να κρατάει -ευτυχώς- μόνο την ποδοσφαιρική γοητεία του Μορένο.
«Αν δεν σηκωθείς, είσαι νεκρός»
Όταν ο Μορένο επέστρεψε στην ομάδα του, το 1946, βρήκε ένα παιδί, τον εικοσάχρονο Αλφρέδο ντι Στέφανο, ο οποίος είχε αρχίσει σιγά σιγά να διακρίνεται για το ταλέντο του. Ο Ντι Στέφανο όπως είχε παραδεχθεί αργότερα έμαθε πολλά πράγματα από τον «Καουμπόι» του ποδοσφαίρου.
Σε ένα παιχνίδι με αντίπαλο την Τίγκρε, ο Μορένο δέχθηκε ένα αντικείμενο στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να πέσει στο έδαφος αιμόφυρτος. Ο νεαρός Ντι Στέφανο έτρεξε δίπλα του και τον ρώτησε αν χρειάζεται να διακοπεί το ματς για να του προσφερθούν οι πρώτες βοήθειες. Η απάντηση ήταν αποστομωτική: «Μικρέ, άκουσέ με. Αν ένας παίκτης πέσει στο γήπεδο και δεν μπορέσει να σηκωθεί μόνος του, τότε καλύτερα να είναι νεκρός»! Ο Μορένο σηκώθηκε και συνέχιζε να παίζει σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Το γεγονός αυτό εντυπωσίασε τον μικρό Ντι Στέφανο, ο οποίος στη συνέχεια της μεγάλης καριέρας του, όσο κι αν πόναγε, δεν λύγιζε από τα σκληρά χτυπήματα των αντιπάλων. Ο Ντι Στέφανο συχνά έλεγε πως ο Μορένο είναι τυχερός που δεν βλέπει τώρα τους παίκτες της σύγχρονης εποχής να διακόπτουν έναν αγώνα, προφασιζόμενοι τραυματισμό, μετά την παραμικρή επαφή.
Μία απεργία των παικτών στην Αργεντινή, το 1949, έφερε τον «Τσάρο» στην Ουνιβερσιδάδ Κατόλικα της Χιλής, έναντι 1,5 εκατομμυρίου αργεντίνικων πέσος, ποσό εξωπραγματικό για την εποχή. Πήρε άλλον έναν τίτλο και εκεί. Έγινε έτσι ο πρώτος ποδοσφαιριστής στην ιστορία, που κατέκτησε πρωτάθλημα σε τέσσερις διαφορετικές χώρες (Αργεντινή, Μεξικό, Κολομβία και Χιλή). Ωστόσο, ο πιο σημαντικός τίτλος μάλλον ήρθε το 1950. Η πρώτη του αγάπη, η Μπόκα Τζούνιορς, ήταν σε τραγική κατάσταση και την προηγούμενη χρονιά είχε κινδυνέψει με υποβιβασμό. Στα 34 του, δέχθηκε να τη βοηθήσει, και με 6 γκολ σε 22 αγώνες την έφερε μέχρι τη 2η θέση της βαθμολογίας. Ένα παιδικό όνειρο μόλις είχε πραγματοποιηθεί. Είχε φορέσει, πια, την μπλε και κίτρινη φανέλα1
Το ποτό σταμάτησε την καρδιά του στα 62 χρόνια
Ο Μορένο ήταν ο απόλυτος σταρ του αργεντίνικου ποδοσφαίρου. Μελαχρινός, ευθυτενής, με περιποιημένα μαλλιά, μουστάκι και μποέμ χαρακτήρα, ο «Τσάρο» σαγήνευε τους πάντες. Παρά τον άστατο τρόπο ζωής του, το ποδόσφαιρο δεν βγήκε από την καθημερινότητά του ούτε σε προχωρημένη ηλικία. Στα 35 του, το 1951, γύρισε ξανά στην Κατόλικα της Χιλής, μετά πήρε μία γεύση από την Ουρουγουάη αγωνιζόμενος στην Ντεφενσόρ, επέστρεψε στην Αργεντινή για τη Φέρο Καρίλ του Οέστε και έκλεισε την καριέρα του στην Ιντεπεντιέντε του Μεντεγίν της Κολομβίας, ως παίκτης-προπονητής σε ηλικία σε ηλικία 44 ετών και 9 μηνών! Προς τιμή του διοργανώθηκε ένας φιλικός αγώνας ανάμεσα στην Ιντεπεντιέντε Μεντεγίν εναντίον της Μπόκα Τζούνιορς στις 14 Μαΐου του 1961, στον οποίο συμμετείχε τόσο ως προπονητής, όσο και ως παίκτης. Η Ιντεπεντιέντε κέρδισε τον αγώνα 5-2 και ο Μορένο σκόραρε ένα γκολ. Σε περισσότερα από 20 χρόνια καριέρας, σκόραρε 243 γκολ σε 523 παιχνίδια πρωταθλήματος.
Από το 1936 έως το 1950, ήταν μέλος και της εθνικής ομάδας της Αργεντινής, κάνοντας το ντεμπούτο του, στις 9 Αυγούστου του 1936, σε μια νίκη 1-0 εναντίον της Ουρουγουάης. Κέρδισε 34 διεθνείς συμμετοχές και σκόραρε 19 γκολ, χωρίς όμως να μπορέσει να αγωνιστεί σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, το οποίο πιθανότατα θα μετέφερε την τεράστια φήμη του και στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Στις δύο διοργανώσεις που έλαβαν χώρα τότε, στη Γαλλία το 1938 και στη Βραζιλία το 1950, η Αργεντινή δεν πήρε μέρος. Το 1938 διαμαρτυρόμενη επειδή το Μουντιάλ δόθηκε χαριστικά στην πατρίδα του Ζιλ Ριμέ (Jules Rimet) και το 1950, λόγω των διαφορών της με τη βραζιλιάνικη ποδοσφαιρική ομοσπονδία. Κέρδισε 2 πρωταθλήματα Νότιας Αμερικής, το τωρινό Κόπα Αμέρικα, το 1941 και το 1947.
Σημείωσε το γκολ № 500 του τουρνουά, σε έναν αγώνα εναντίον του Εκουαδόρ, στη διοργάνωση του 1942, στον οποίο είχε σκοράρει 5 γκολ σε αυτό το παιχνίδι, ένα ρεκόρ για το Κόπα Αμέρικα που μοιράζεται με τον Ουρουγουανό Έκτορ Σκαρόνε (Héctor Pedro Scarone Beretta), τον συμπατριώτη του Χουάν Μαρβέτσι (Juan Andrés Marvezzi) και τον Βραζιλιάνο Εβαρίστο (Evaristo de Macedo Filho). Εκείνη την ημέρα, η Αργεντινή νίκησε τον Ισημερινό 12-0, η οποία είναι και η μεγαλύτερη διαφορά τερμάτων σε έναν αγώνα Κόπα Αμέρικα. Ήταν ο πρώτος σκόρερ στη διοργάνωση του 1942 με 7 γκολ, μαζί με Ερμίνιο Μασαντόνιο (Herminio Masantonio) και αναδείχθηκε καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης του 1947. Μοιράζεται τη 3η θέση του κορυφαίου σκόρερ όλων των εποχών του Κόπα Αμέρικα, με 13 γκολ συνολικά. Ο τελευταίος αγώνας του για την εθνική ομάδα, πραγματοποιήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1950, στο Κύπελλο Chevaler Boutel με την Παραγουάη, όπου οι Αργεντίνοι κέρδισαν 4-0.
Δοκίμασε την τύχη του και ως προπονητής, χωρίς μεγάλη επιτυχία, αναλαμβάνοντας για λίγο διάστημα την Μπόκα Τζούνιορς, το 1959 και τη Ρίβερ Πλέιτ, το 1962, αλλά και την Εθνική Αργεντινής. Η τελευταία ομάδα που προπόνησε ήταν η Ντεπορτίβο Μέρλο, ένας μικρός σύλλογος στα προάστια του Μπουένος Αϊρες.
Το 1999, κατετάγη μεταξύ των 25 Καλύτερων Ποδοσφαιριστών στον Κόσμο για τον 20ο Αιώνα, ως ο 5ος Καλύτερος στη Νότια Αμερική και ως ο 3ος Αργεντίνος, πίσω από τον Ντιέγκο Μαραντόνα και τον Αλφρέδο ντι Στέφανο, από τον Διεθνή Οργανισμό Ιστορίας και Στατιστικής του Ποδοσφαίρου. Είναι στη 13η θέση στο συνολικό αριθμό των γκολ στο πρωτάθλημα της Αργεντινής και καταλαμβάνει την 4η θέση στον αριθμό των γκολ για τη Ρίβερ Πλέιτ, με 179 τέρματα. Ήταν παντρεμένος με την ηθοποιό Pola Alonso.
Delantera de River Plate de 1948. Juan Carlos Muñoz, José Manuel Moreno, Alfredo Di Stéfano, Ángel Amadeo Labruna y Félix Loustau.
Ο Χοσέ Μανουέλ Μορένο άφησε την τελευταία του πνοή, μετά από αρκετά προβλήματα με το συκώτι του, λόγω του αλκοόλ, στις 26 Αυγούστου του 1978, σε ηλικία 62 ετών και 23 ημερών, όσο ακόμα ήταν προπονητής στη Ντεπορτίβο Μέρλο. Η τοπική ομάδα έκτοτε πήρε το παρατσούκλι «LosCharros» (Οι Καβαλάρηδες) και έδωσε στο γήπεδό της το όνομα του, θέλοντας να τιμήσει τον μεγαλύτερο -για κάποιους- παίκτη που έχει βγάλει το αργεντίνικο ποδόσφαιρο!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου